Θέμα: Το ξεπούλημα του ΟΤΕ και το αεροδρόμιο ΕΛ.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ»
«Η Νέα Δημοκρατία κάτω από το βάρος του ξεσκεπάσματος του σκανδάλου της πώλησης του ΟΤΕ και της καταστροφικής για τη χώρα πολιτική της, καταφεύγει στην προπαγάνδα και στο ψεύδος.
Έτσι, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γ. Αλογοσκούφης, στην συζήτηση στη Βουλή για τον ΟΤΕ, προκειμένου να στηρίξει την προωθούμενη απ' αυτόν μεταβίβαση του management του ΟΤΕ στους Γερμανούς, αναφέρθηκε σ' ανυπόστατες ρυθμίσεις επί Κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, που δήθεν άνοιξαν τον δρόμο για την παράδοση των τηλεπικοινωνιών της χώρας και αποσιώπησε την κατάργηση από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας των νομικών ρυθμίσεων που θωρακίζουν τον δημόσιο έλεγχο του ΟΤΕ από το Ελληνικό κράτος (33,3 % κατοχή μετοχών από το κράτος και ανώτερο όριο 5% για δικαίωμα ψήφου).
Μάλιστα ισχυρίστηκε ότι ακολουθεί το μοντέλο λειτουργίας του Αεροδρομίου ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ στα Σπάτα που δήθεν παραδόθηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στους Γερμανούς.
Στο μεγάλο αυτό ψέμα του κ. Αλογοσκούφη, γνώστη των θεμάτων και των όρων του διαγωνισμού για την κατασκευή του Αεροδρομίου των Σπάτων- αφού ήταν σύμβουλος του τότε αρμόδιου Υπουργού Εθνικής Οικονομίας της Κυβέρνησης Μητσοτάκη- η οποία και δρομολόγησε την πρώτη απαράδεκτη σύμβαση με τους Γερμανούς για τα Σπάτα, έσπευσαν ν' επενδύσουν και οι συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ του ΟΤΕ διακινώντας σχετική ψευδή κακόγουστη αφίσα.
Είναι πραγματικά κρίμα για εργαζόμενους της ΔΑΚΕ –ΟΤΕ, που αγνοώντας τις τύχες των συναδέλφων τους, έσπευσαν να εισπράξουν κομματικά οφέλη από τα ψεύδη του Υπουργού, περί δήθεν ταυτόσημων όρων μεταξύ των συμβάσεων του Αεροδρομίου των Σπάτων και του ξεπουλήματος του ΟΤΕ, παρασυρόμενοι ίσως από τον συνάδελφο τους συνδικαλιστή της ΔΑΚΕ – ΟΤΕ, διευθυντή του γραφείου του κ. Αλογοσκούφη.
Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική:
Βρίσκεται στο ΦΕΚ Αρ. Φύλλου 202 της 14/9/1995, όπου περιέχεται ο Νόμος 2338 που κύρωσε τη Σύμβαση της Ανάπτυξης του νέου Δ.Α.Α. στα Σπάτα και ενέκρινε την ίδρυση και το καταστατικό της εταιρείας με την επωνυμία «Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Α.Ε.». Εκεί αναφέρονται τα παρακάτω:
Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, στις 23.12.1991 εξέδωσε Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος (R.F.P), για την ανάπτυξη του νέου διεθνούς αερολιμένα στα Σπάτα και ανέθεσε στον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης κ. Τζαννετάκη, τον συντονισμό της διαδικασίας αξιολόγησης και επιλογής του Συνεταίρου της Κυβέρνησης, στην εταιρεία του Αεροδρομίου που θα δημιουργείτο. Οικονομικός Σύμβουλος της Κυβέρνησης σε σχέση με το έργο, ορίσθηκε η Salomon Brothers. Προηγουμένως, από τις 20 Ιουνίου 1991 σε συνέντευξη στην Αθήνα, ανακοίνωσε την έναρξη διαδικασίας του διαγωνισμού και μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου 1991, τελική ημερομηνία της πρώτης φάσης της διαδικασίας, εννέα υποψήφιοι είχαν υποβάλλει υλικό για την διαδικασία της προεπιλογής.
Στις 11 Νοεμβρίου 1991, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επιλογή τεσσάρων επικρατέστερων υποψηφίων επικεφαλής κοινοπραξιών, που ενδιαφέροντο να επενδύσουν και να αναλάβουν την ανάπτυξη του νέου Αερολιμένα. Οι επιλεγέντες να συμμετάσχουν στην τελική φάση της διαδικασίας επιλογής (τη φάση «Υποβολής Οριστικών Προτάσεων») ήταν οι:
• British Aerospace PLC
• Hochtief AG
• Lockheed Air Terminal, INC
• Societe Auxiliaire d' Enterprises S.A
Σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού α) το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου που διατηρούσε η κυβέρνηση είχε αρχικά τεθεί στο 35% και το 65 % των μετοχών θα αγόραζε η Κοινοπραξία των ιδιωτικών εταιρειών, β) η περίοδος εκχώρησης της εκμετάλλευσης του Αερολιμένα διαρκούσε 50 χρόνια, με δυνατότητα επέκτασης για μεγαλύτερη περίοδο, γ) το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας του Αερολιμένα θα αποτελείτο από μέλη που εκλέγοντο από τους μετόχους «σχεδόν αναλογικά με το αριθμό των μετοχών τους», δ) η κυβέρνηση αναλάμβανε την ανάπτυξη υποδοχής ώστε να δημιουργηθεί κατάλληλο οδικό δίκτυο προσπέλασης από την Αθήνα στον Αερολιμένα, συνδυάζοντας τις δικές της πηγές «…με εκείνες του κατασκευαστή οδικών δικτύων του ιδιωτικού τομέα και με εκείνες που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα σε μια διαδικασία τέτοια ώστε να εξασφαλιστεί η λειτουργία του δρόμου προσπέλασης στο επιθυμητό χρονοδιάγραμμα».
Τα παραπάνω σήμαιναν ολοκληρωτική παράδοση του αεροδρομίου για πάνω από μισό αιώνα στον επενδυτή και καταβολή ποινικών ρητρών, αν δεν του κατασκεύαζε και τον δρόμο προσπέλασης στο αεροδρόμιο.
Η επιλογή συνεχιζόταν και κατέληξε σε δυο υποψηφίους, τους Γερμανούς και τους Γάλλους και στις 28 Ιουνίου 1993, ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Τζαννετάκης απέστειλε στους δυο επιστολή, ζητώντας να καταθέσουν τις τελικές τους προσφορές στο γραφείο του στις 15 Ιουλίου 1993. Όλοι θυμούνται ότι την ημέρα προκήρυξης των εκλογών ο κ. Τζαννετάκης θα εμφανιζόταν σε συνέντευξη τύπου να ανακοινώσει την ανακήρυξη της κοινοπραξίας των Γερμανών με επικεφαλής την Hochief ως επιτυχούσας και την ανάθεση σ' αυτήν με τους γνωστούς όρους, της ανάπτυξης και διοίκησης του Αεροδρομίου. Η ξαφνική διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη των εκλογών ματαίωσε αυτήν την ανάθεση.
Η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που κέρδισε τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1993, συνέχισε την αξιολόγηση μεταξύ των δυο, στα πλαίσια της διαδικασίας του δεδομένου διαγωνισμού, διότι αφενός δεν υπήρχε χρόνος για την προκήρυξη καινούργιου, αφετέρου υπήρχαν δεσμεύσεις για το χρηματοδοτικό σχήμα με επιδοτήσεις από το Ταμείο Συνοχής της Ε.Ε.
Ο κ. Κ. Λαλιώτης, ως Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ έστειλε επιστολές στους δυο στις 14 Σεπτεμβρίου 1994, και τις κάλεσε σε διευκρινιστικές συνομιλίες για «την πιο αποτελεσματική εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος».
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, υπό τις τότε συνθήκες:
Το δημόσιο από μειοψηφία 35-40% έγινε πλειοψηφία με 55%, μειώθηκε στα 30 χρόνια η εκχώρηση, υπάρχει ισορροπία στα μέλη του Δ.Σ. (4-4) με το ένατο μέλος να διορίζεται με κοινή συμφωνία ή να προτείνεται από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ο Πρόεδρος διορίζεται από την πλειοψηφία (το Ελληνικό Δημόσιο) και η Γενικός Διευθυντής από τη μειοψηφία, η οποία υπόκειται στον έλεγχο του Δ.Σ.
Η αλήθεια είναι ότι το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε ένα σχεδόν τελειωμένο διαγωνισμό, που παρέδιδε το νέο Αεροδρόμιο, την καταστατική πλειοψηφία και τη διοίκηση της εταιρείας στους Γερμανούς για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και με επίπονες διαπραγματεύσεις επί δυο χρόνια μετέτρεψε τους αποικιακούς όρους της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε αξιοπρεπώς ευνοϊκούς και υπέρ του δημοσίου συμφέροντος». |