Η ανάδειξη των πολιτιστικών μνημείων της χώρας μας και η ορθολογικότερη χρήση τους
Το μεγάλο θέμα - όχι τόσο της ανάδειξης- όσο της ορθολογικής επανάχρησης ενός μνημείου ή καλύτερα της ορθολογικότερης χρήσης του, έχει πολλές παραμέτρους. Είναι προς τούτο αναγκαίο να ορίσουμε προτεραιότητες μετά από ενδελεχή μελέτη συνδέοντας την εποχή ανέγερσης του, τις κατοπινές χρήσεις του, ποια υπήρξε η πρωτογενή μορφή του και ποια η τρέχουσα. Σ’ ένα αρχαίο Ελληνικό ή Ρωμαϊκό μνημείο αφού έχει εξασφαλισθεί και ολοκληρωθεί η αναγκαία στερεωτική και αναστηλωτική εργασία, ακολουθεί το έργο της ανάδειξης του και βέβαια δεν τίθεται θέμα κάποιας χρήσης του μόνιμης.
Στις μέρες μας, έστω και αν υπάρχει φροντίδα για την προστασία ενός μνημείου, αν δεν υπάρχει σχεδιασμός και προγραμματισμός, πότε, που, και για ποιο διάστημα «παραχωρείται» η χρήση του και με ποιο τρόπο θ’ αποφευχθεί η υπερεκμετάλλευση των ευαίσθητων πλευρών του, βραχυπρόθεσμα και όχι μακροπρόθεσμα κινδυνεύει οποιοδήποτε μνημείο, σημαντικό ή μη. Τα Μεσαιωνικά, Βυζαντινά η Μεταβυζαντινά μνημεία, όπως τα κάστρα τα οποία είναι σε όγκο και σε έκταση πολύ μεγάλα - και που για πολύ λίγα τα τελευταία χρόνια υπήρξε μέριμνα- προέχει η αναστήλωση τους και όταν έστω στοιχειωδώς υπάρξει, τότε το αναστηλωμένο τμήμα τους μπορεί να δίνεται σε χρήση.
Η στερέωση και η μερική αναστύλωση τμήματος τους δεν εξασφαλίζει την στατική επάρκεια αυτών των μνημείων, που συνήθως έχουν θέματα καθίζησης τμημάτων της έδρασης τους ή αποκόλλησης τους. Για τα εκκλησιαστικά μνημεία της Βυζαντινής ή Μεταβυζαντινής περιόδου το θέμα της ορθολογικής χρήσης τους είναι σε συνάρτηση επίσης του χώρου που βρίσκονται και του προστατευτικού – στερεωτικού έργου – που έχει υπάρξει.
Οι Χριστιανικοί Ναοί, ακόμα και αυτοί που οικοδομήθηκαν μετά τον 18ο αιώνα, παρά τις άστοχες και πολλές φορές κακότεχνες μεταγενέστερες παρεμβάσεις, έχουν προοπτική στον χρόνο, όχι μόνο με την τέλεση ιερών λειτουργειών. Για τα νεώτερα κτίρια ή μικρά κτιριακά συγκροτήματα (1831 και μετά ), κηρυγμένα ή μη, αστικά ή λαϊκά, που διατηρούν την αρχική τους χρήση ή έλαβαν άλλη, η πρόταση της αποκατάστασης θα πρέπει πάντα να δίνει την δυνατότητα στο μέλλον αναίρεσης της. Αυτό αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του χάρτη της Βενετίας, ο οποίος σημειώνει ότι οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι διακριτές σε κάθε κτίριο και πολύ περισσότερο σ’ ένα μνημείο στο οποίο ενυπάρχει η αρχιτεκτονική, η καλλιτεχνική, η διακοσμητική και η αισθητική αξία, αλλά κυρίως η ιστορική αξία, η οποία αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο και με καλύτερο τρόπο όταν διατηρεί και ο περιβάλλον χώρος την ιστορική του αναφορά.
Σαφώς σε κτίρια με σημαντική αρχιτεκτονική και ιστορική αξία - όπως αυτά του 19ου αιώνα και αρχών του 20ου, τίθεται ένα σημαντικό θέμα που είναι η αναγκαία δημιουργία νέων χώρων έστω μικρών, ήτοι κάποιας προσθήκης. Τι είδους και πως γίνεται αυτή; Θα είναι στο εσωτερικό διακριτή ή εξωτερικά μη εφαπτόμενη με το κτίριο ή συνδεδεμένη με αυτό και πως; Κάθε κτίριο επιζητά παράταση ζωής και αυτό δεν μπορεί απόλυτα να υλοποιηθεί χωρίς κάποιες χρονικές προσαρμογές με την χρήση σύγχρονων υλικών. Η στεγνή αρχαιολατρική θέση δεν σώζει και δεν εξοικειώνει κανένα «ζωντανό» κτίριο με την κοινωνία. Βεβαίως, οποιοδήποτε κτίσμα αρχιτεκτονικά αξιόλογο, όχι απαραίτητα μνημείο, που έχει υποστεί ριζική αλλαγή από προσθήκη, η όποια νέα παρέμβαση θα πρέπει πρώτιστα ν’ αποκαθιστά την «απρέπεια» της προγενέστερης επέμβασης. Στις αρχές της δεκαετίας του “80” ξεκίνησε μια σημαντική προσπάθεια διάσωσης και επανάχρησης κυρίως βιομηχανικών κτιρίων ως Μουσείων ή χώρων πολλαπλών χρήσεων .
Τέτοια παραδείγματα που σήμερα λειτουργούν υπάρχουν στη Λέσβο, Βόλο, Χανιά, Ερμούπολη κ.α. Εκεί όπου ο περιβάλλον χώρος σ’ αυτά τα κτιριακά συγκροτήματα είχε υποστεί τις μικρότερες αλλοιώσεις, εκεί υπάρχει και μεγαλύτερη αποδοχή από τις κοινωνίες και συνέβαλε η επανάχρηση τους στην τοπική ανάπτυξη κυρίως την τουριστική, η οποία και υπήρξε ποιοτική. |