Από το σύμπλεγμα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, η Λέσβος αποτέλεσε ένα μοναδικό δείγμα εντατικής εκβιομηχάνισης κατά κύριο λόγο στον τομέα της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου. Από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, στην Λέσβο κτίζονται το ένα μετά το άλλο μεγαλόπρεπα κτίρια - εργοστάσια για την έκθλιψη της ελιάς, αλλά και σαπωνοποιεία, αλευρόμυλοι κ.λ.π. Στην απογραφή του 1913 έχουν καταγραφεί 162 βιομηχανικά καταστήματα από τα οποία τα 113 είναι ελαιουργεία ενώ σημαντική παρουσία είχαν οι δύο συγγενείς παραγωγικές διαδικασίες που επεξεργάζονται τα υποπροϊόντα των ελαιοτριβείων, η σαπωνοποιία και η πυρηνελαιουργεία. Το φαινόμενο ενισχύθηκε από την έντονη συνεταιριστική δραστηριότητα που ανέπτυξε ο λαός της Λέσβου προκειμένου να προστατευθεί από την εκμετάλλευση των ιδιωτικών ελαιοτριβείων αλλά και για να εξασφαλίσει πόρους για την ανέγερση κοινωφελών έργων. Τα Βιομηχανικά βρίσκονται σε όλο το νησί, στις εισόδους των οικισμών, μέσα σε ελαιώνες, στις βιομηχανικές ζώνες του νησιού (το Πέραμα, το Πλωμάρι, το Ντίπι και τα Ταμπακαριά) κοντά στη θάλασσα ή σε εμπορικές σκάλες. Οι περισσότεροι οικισμοί διέθεταν ένα τουλάχιστον συνεταιριστικό ελαιοτριβείο, κοινοτικό ή δημοτικό και ανάλογα με το μέγεθος της περιφέρειας τους ένα ή και περισσότερα ιδιωτικά. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή τα δεδομένα για την βιομηχανία των νησιών άλλαξαν, αποκομμένα από την Μικρασιατική ενδοχώρα και τις παραδοσιακές αγορές, με αυξημένο μεταφορικό κόστος χωρίς τα προνόμια και τις απαλλαγές των προηγούμενων περιόδων ήταν δύσκολο να ανταγωνιστούν της βιομηχανίες της παλιάς Ελλάδας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 οι δραστηριότητες των σαπωνοποιών μεταφέρθηκαν στην Κρήτη και τον Πειραιά, ο οποίος συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις για μια νέα δυναμική βιομηχανική ανάπτυξη. Όμως παρά τους ισχυρούς πολιτικούς και οικονομικούς κλυδωνισμούς, η ελαιουργία της Λέσβου κατάφερε να διατηρήσει τον δυναμισμό της, σε μια περίοδο που χαρακτηρίσθηκε από την εκρηκτική ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Αρχιτεκτονική των βιομηχανικών κτιρίων
Τα παλαιότερα κτίσματα - όπως το μοναδικό προβιομηχανικό χειροκίνητο ελαιοτριβείο που σώζεται στην Λέσβο στον μικρό οικισμό Κουκμίδου - ακολουθούν την τοπική αρχιτεκτονική παράδοση των αγροτικών κατασκευών με την τετράριχτη στέγη. Στα πρώτα χρόνια, οι εγκαταστάσεις ήταν μικρές και εξυπηρετούσαν περισσότερες από μία λειτουργίες. Στην ακμή όμως της βιομηχανικής ανάπτυξης, κατασκευάσθηκαν μεγάλες εξειδικευμένες βιομηχανικές μονάδες που δανείστηκαν αρχιτεκτονικά στοιχεία από τις χώρες που εισήγαγαν τεχνογνωσία και μηχανήματα. Γύρω στα 1879 άρχισαν να κατασκευάζονται και να λειτουργούν στο νησί τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία. Μηχανήματα πια σε καθορισμένη σειρά ανέλαβαν την παραγωγή μέσα σε καλοχτισμένα πέτρινα κελύφη. Η πλειονότητα των κτιρίων αυτών παρουσιάζει επιρροές από την αρχιτεκτονική των αγγλικών βιομηχανικών κτισμάτων και τον νεοκλασικισμό, όπως αυτές αφομοιώθηκαν και αναπαράχθηκαν στις γειτονικές ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας. Είναι η εποχή που το ελληνικό στοιχείο στην πολιτική του ακμή απέρριψε την ανατολίτικη οικοδομική παράδοση για να στραφεί στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική μορφολογία. Σε αρκετές περιπτώσεις η κατασκευή των κτιρίων στηρίχθηκε σε μηχανολογικές και αρχιτεκτονικές μελέτες των εταιρειών που προμήθευαν το μηχανολογικό εξοπλισμό, όπως η βιομηχανία των Αφών Ισηγόνη με έδρα στην Σμύρνη. Από τα μέσα του 20ου τα ατμοκίνητα λιοτρίβια εκσυγχρονίζονται, δεν χρειάζονται πυρήνα για τα καζάνια, ούτε θερμαστές για να κινηθούν τα μηχανήματα Οι ατμομηχανές αντικαθίστανται από πετρελαιομηχανές που είναι οικονομικότερες στην κατανάλωση καύσιμης ύλης. Τα χαρακτηριστικά αυτής της αρχιτεκτονικής είναι η αυστηρή γεωμετρική μορφή, η χρήση συμμετρίας στην διαμόρφωση των όψεων, η δίρριχτη ή τετράριχτη στέγη με το αέτωμα, το οποίο φέρει στην μέση έναν ή περισσότερους φεγγίτες, τοξωτούς ή κυκλικούς (ochio di bue - μάτι του βοδιού) με βυζαντινά κεραμίδια ή γαλλικά που έρχονταν από την Μασσαλία. Η κατασκευή είναι ιδιαίτερα επιμελημένη. Οι εξωτερικές τοιχοποιίες κατασκευάζονταν με λιθοδομή από τοπικό λίθο, με συνεκτικό κονίαμα από θηραϊκή γη, ασβέστη και άμμο θαλάσσης η οποία συνήθως μένει ανεπίχρηστη. Σε μερικές περιπτώσεις όπως στο Πλωμάρι και στο Πέραμα χρησιμοποιήθηκε πορσελάνη που για την εποχή είχε πρωτοπόρες μονωτικές κυρίως ιδιότητες για προστασία από την υγρασία. Οι υψικάμινοι είναι κατασκευασμένες από συμπαγή τούβλα, συνήθως με κυκλικό ή οκταγωνικό σχήμα αντί του τετραγωνικού.
Η πλαισίωση των ανοιγμάτων και οι γωνίες των κτιρίων διαμορφώνονται από λαξευμένους πωρόλιθους. Στην στέψη και στην βάση του κτιρίου και σε καίρια σημεία της τοιχοποιίας χρησιμοποιούνται ευρύτατα οι συμπαγείς οπτόπλινθοι. Η στέγη, τα κουφώματα κατασκευάζονται από ξυλεία υψηλής αντοχής από το Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας. Τα δάπεδα των ορόφων ήταν ξύλινα στηριζόμενα στους φέροντες τοίχους αλλά και σε ενδιάμεσα ξύλινα υποστυλώματα που υποβάσταζαν τις οριζόντιες ξυλοδοκούς και έφεραν πάτωμα - σανίδωμα από πλατιές και παχιές τάβλες αδραμυτινής προέλευσης.
Σε κάθε περίπτωση, η αρχιτεκτονική των βιομηχανικών κτιρίων είναι καθαρά ορθολογική, όπου η φόρμα ακολουθεί την λειτουργία. Τα ελαιοτριβεία είναι πάντοτε ισόγεια κτίρια. Τα μικρότερα (όπως το κοινοτικό ελαιοτριβείο του Πολυχνίτου) έχουν συγκεντρωμένες όλες τις λειτουργίες τους σε έναν κτιριακό όγκο. Στα μεγαλύτερα, τα οποία αποτελούν και την πλειονότητα (όπως το ελαιουργείο του Θεοδοσιάδη στην Αγία Παρασκευή, το δημοτικό ελαιοτριβείο στην Αγιάσο, και το ελαιοτριβείο στον Ασώματο), οι αποθήκες του ελαιοκάρπου τοποθετούνται περιμετρικά από το κεντρικό κτίριο, δημιουργώντας συχνά έναν εξωτερικό περίβολο. Η ανάγκη για μεγάλα οικόπεδα για την ανέγερση του κεντρικού κτιρίου του εργοστασίου με τους μύλους και τις πρέσες αλλά και τους μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους για την στέγαση του ελαιοκάρπου και του λαδιού οδήγησε σταδιακά αυτά τα συγκροτήματα έξω από τους οικισμούς. Τα σαπωνοποιεία αντίθετα, είναι εξίσου μεγάλα κτίρια αλλά χωρίς την ανάγκη διάθεσης ελεύθερου περιβάλλοντος χώρου και πολλών αποθηκών. Στην Λέσβο συνήθως τα σαπωνοποιία τοποθετούνται σε θέσεις όπου υπήρχε άφθονο νερό, βασική αναγκαία ύλη για την κατασκευή του σαπουνιού. Η κατασκευή του φέροντος οργανισμού γινόταν από λιθοδομή με ντόπια πέτρα με συνεκτικό κονίαμα από θηραϊκή γη ασβέστη και άμμο θαλάσσης.
Κατά την πρώιμη περίοδο της εκβιομηχάνισης, η σαπωνοποίηση γινόταν σε έναν μικρό βοηθητικό χώρο των ελαιοτριβείων. Μετά το 1880 άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα μεγάλα σαπωνοποιία. Τα εργοστάσια που διαθέτουν δύο ή περισσότερα καζάνια δηλαδή μεγάλη παραγωγή ήταν συνήθως τριώροφα Οι συνήθεις διαστάσεις ενός μεγάλου σαπωνοποιείου όπως αυτά που συναντάμε στο Πέραμα ή στο Πλωμάρι είναι περίπου πλάτους 10 έως 12 μέτρων και μήκους 28 έως 35 μέτρων. Χωρίς την ανάγκη ελεύθερου χώρου και εκτεταμένων αποθηκών, τα σαπωνοποιία διαρθρώνονται σε ένα κτίριο μεγάλων διαστάσεων, διώροφο ή τριώροφο, όπως το σαπωνοποιείο Πούλια στο Πλωμάρι. Στο ισόγειο βρίσκονται τα γραφεία της διοίκησης, η αποθήκη των αναγκαίων υλικών. Εκεί τοποθετούσαν τα σιδερένια καζάνια και γινόταν η τελειοποίηση του έτοιμου προϊόντος, το σφράγισμα με την σφραγίδα της φίρμας, η συσκευασία και η πρόχειρη αποθήκευση. Στους ορόφους τοποθετούνται τα καζάνια στα οποία ανακατεύονταν το αλάτι, η ποτάσα, το νερό και το λάδι. Στους ίδιους χώρους γινόταν το χύσιμο του ρευστού υλικού του σαπουνιού, δηλαδή ο χώρος της τελικής σχηματοποίησης του προϊόντος και το ο μεγαλύτερος σε έκταση χώρος του σαπωνοποιείου τα ξηραντήρια Η διαδικασία ωρίμανσης - στερεοποίησης της ρευστής μάζας του σαπουνιού καθιστά αναγκαία τα πολλά και μεγάλα επιμήκη ανοίγματα που χαρακτηρίζουν την διαμόρφωση των όψεων. Επειδή όμως η σχέση πλήρους και κενού των ανοιγμάτων προκαλεί στατική αστάθεια σε περίπτωση σεισμού, υπάρχουν τοποθετημένα κατακόρυφα μεταλλικά στοιχεία (τραβέρσες) σε όλο το ύψος της όψης, που ενισχύουν την λιθοδομή. Τα παράθυρα χαρακτηρίζονται από απόλυτη συμμετρία στις όψεις και δίνουν μια προοπτική στον εσωτερικό χώρο και μια αρμονική σχέση φωτισμού και σκιάς. Με τον μεγάλο τους όγκο και την ρυθμική παράταξη των ανοιγμάτων τους τα παλιά σαπωνοποιία ξεχωρίζουν ακόμα και σήμερα στα λιμάνια των οικισμών. Στην Πέτρα της Λέσβου έχουμε ένα νεώτερο τύπο βιομηχανικού κτίσματος, το Ελαιοτριβείο και Σαπωνοποιείο του Τάκη Ελευθεριάδη. (φωτογραφία σελ 105 ΒΚ). Κτίσμα ταυτόχρονα δύο χρήσεων που λειτούργησε μέχρι το 1983. Τον χειμώνα σαν λιοτρίβι και το καλοκαίρι σαν σαπωνοποιείο. Είναι τριώροφο και ο τελευταίος όροφος χρησίμευε σαν χώρος επεξεργασίας σαπουνιού. Χτίστηκε το 1908, πλάι στην θάλασσα και κοντά στις λαδαποθήκες του οικισμού. Οι όψεις του παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και είναι απόλυτα συμμετρικές. Είναι κτισμένο με πολυγωνική μορφή, εμφανώς αρμολογημένη λιθοδομή στο ισόγειο και ορθογωνική στους ορόφους. Οι όψεις του δίνουν την εντύπωση περισσότερο κατοικίας της εποχής παρά βιομηχανικού κτιρίου.
Με την ίδια κατασκευαστική και τυπολογική πειθαρχία είναι κατασκευασμένα τα ελαιοτριβεία στα παράλια της Μικράς Ασίας, από το Αιβαλί μέχρι την Προύσα, τα Μουδιανά και τις αρχές του Εύξεινου Πόντου και που πράγματι εντυπωσιάζει είναι ότι όλα τα βιομηχανικά κτίσματα έχουν την ίδια κατασκευαστική και τυπολογική πειθαρχία. Η αρχιτεκτονική δομή και σύνθεση του χώρου στα βιομηχανικά κτίσματα, βοηθά την προσαρμογή τους σε νέες χρήσεις και καινούργιες λειτουργίες. Κτίσματα πρόδρομοι της μοντέρνας αρχιτεκτονικής που ταίριαξαν με το Λεσβιακό τοπίο και το Λεσβιακό φως. Ο τρόπος κατασκευής τους είναι απόλυτα ορθολογιστικός και οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες που μορφώνουν τις όψεις τους προκύπτουν από ανεπιτήδευτες κατασκευαστικές λύσεις. Οι τεχνικές λύσεις και η ευαισθησία των μαστόρων προκαλούν το αισθητικά λιτό αποτέλεσμα.
Την τελευταία 20αετία έχει διαμορφωθεί στην χώρα μας ένα ισχυρό ρεύμα αξιοποίησης των ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων Η Λέσβος είναι η πρώτη περιοχή της Ελλάδας, όπου οργανωμένα μπήκαν σε εφαρμογή έργα αποκατάστασης βιομηχανικών κτισμάτων. Από την θέση του Νομάρχη, με την συμπαράσταση των τοπικών φορέων, το 1984 ξεκινήσαμε ένα πρωτοπόρο πρόγραμμα το οποίο περιελάμβανε την αγορά και αποκατάσταση τριών κοινοτικών ελαιοτριβείων και ενός σαπωνοποιείου, τα οποία μετατράπηκαν σε χώρους πολιτισμού. Πρόκειται για τα ελαιοτριβεία του Μανταμάδου, της Αγίας Παρασκευής και του Πολιχνίτου και το σαπωνοποιείο Πούλια στο Πλωμάρι. Η προσπάθεια συνεχίστηκε και από τις θέσεις του Υπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού και είχε ως συνέπεια να ακολουθήσουν το παράδειγμα αρκετοί ιδιώτες οι οποίοι αποκατέστησαν τα ιδιόκτητα βιομηχανικά τους κτίρια δίνοντάς τους νέες χρήσεις. Χάρη στις ενέργειες αυτής της περιόδου σώθηκε ένα πλήθος εγκαταλελειμμένων και έως τότε απαξιωμένων ιστορικών κτιρίων, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος από τον μηχανολογικό τους εξοπλισμό.
Από το 2001, ως Υπουργός Αιγαίου πλέον, μέχρι και το 2004 ξεκίνησαν νέα φιλόδοξα προγράμματα, στα οποία περιλαμβάνεται η καταγραφή του ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού των εργοστασίων και η δημιουργία δικτύου ιστορικών βιομηχανικών τόπων του Αιγαίου το οποίο υποστηρίζεται επιμέρους από δράσεις ιστορικής τεκμηρίωσης, μουσειολογικής ανάδειξης και αξιοποίησης βιομηχανικών κτιρίων. Σ' αυτήν την χρονική στιγμή δρομολογήθηκε η ίδρυση, αναστήλωση και λειτουργία του Δημοτικού Ελαιοτριβείου της Αγίας Παρασκευής. Είχε ήδη κλείσει είκοσι χρόνια λειτουργίας ως Δημοτικό Πολύκεντρο και το Υπουργείο Αιγαίου, ο Δήμος Αγίας Παρασκευής και το Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς συνεργασθήκαμε για την αποκατάσταση και ανάδειξη του κτιριακού συγκροτήματος και έτσι σήμερα στην Αγία Παρασκευή λειτουργεί το μοναδικό στο είδος του θεματικό μουσείο της «Βιομηχανικής Ελαιουργίας». Είναι η πρώτη συνεργασία του Δημόσιου Τομέα, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με τον Δήμο Αγίας Παρασκευής και του Ιδιωτικού Τομέα μέσω της Τράπεζας Πειραιώς. Την προσπάθεια θα την συνεχίσουμε και τα αποτελέσματα θα είναι σημαντικά για τον ωραίο τόπο μας.
|