Η επιστήμη της αρχαιολογίας μεριμνά μέσω του κράτους για τις αρχαιότητες όλων των εποχών.
Στην χώρα μας αλλά και αλλού, προτάσσεται η προστασία και ανάδειξη πρωτίστως των μνημείων της κλασσικής και προϊστορικής περιόδου.
Μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δραστηριοποιήθηκε ενεργότερα για τις Βυζαντινές Αρχαιότητες, με πρωτεργάτη των Μανώλη Χατζηδάκη, και πολύ αργότερα την δεκαετία του ’80, δειλά δειλά για τα Νεότερα Μνημεία ήτοι της Νεοκλασικής και Λαϊκής Αρχιτεκτονικής.
Η Βιομηχανική Αρχαιολογία αγνοείτο παντελώς, και δεν έτυχε έστω κατ’ ελάχιστον της πρέπουσας προστασίας από το Ελληνικό κράτος, και αναφέρομαι στα βιομηχανικά συγκροτήματα της περιόδου από το 1860 και μετά.
Τότε προσδιορίζεται η έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης που δημιούργησε την μνημειακή Βιομηχανική Αρχιτεκτονική με αποκορύφωμα το Bauhaus, που και στην χώρα μας οικοδομήθηκαν εκπληκτικά βιομηχανικά κτήρια αυτής της Αρχιτεκτονικής Σύνθεσης και Μορφολογίας.
Τον 19ο αιώνα και μέχρι τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο στον Δυτικό κόσμο η Βιομηχανική ανάπτυξη έφτασε την κορύφωση της.
Έκτοτε άρχισε σιγά σιγά να κλείνει και για την χώρα μας ο μεγάλος κύκλος της ανοικοδόμησης: Βυρσοδεψείων, Μεταλλουργείων, Αλευρομύλων, Βαμβακουργείων, Ελαιοτριβείων, Σαπωνοποιείων, Υφαντουργείων, Καπνεργοστασείων κ.α.
Η Ηλεκτροβιομηχανία, οι Σιδηρόδρομοι, επιτάχυναν και βοήθησαν την δημιουργία των βιομηχανιών στα αστικά κέντρα Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, αλλά και στην περιφέρεια όπως Πάτρα, Βόλος, Μυτιλήνη, Σύρος.
Η Βιομηχανική Αρχαιολογία δεν προσδιορίζεται και δεν αξιολογείται μόνο από τα οικοδομήματα και την αρχιτεκτονική αξία τους, αλλά συνολικά από τις εγκαταστάσεις που περικλείονται σε αυτά, ήτοι το σύνολο των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους.
Τα μνημεία της βιομηχανικής περιόδου όπως τα προσδιορίσαμε παραπάνω είναι υψηλής αξίας ως κτηριακές εγκαταστάσεις, μηχανολογικός εξοπλισμός, οι τρόποι και οι τόποι καθώς και οι συνθήκες παραγωγής, στα δίκτυα διανομής των βιομηχανικών προϊόντων τους.
Η βιομηχανική κληρονομιά της Ελλάδας συναγωνιζόταν και ανταγωνιζόταν ισάξια εκείνη της Ευρώπης και διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της χώρας και στον σύγχρονο πολιτισμό της.
Βασικοί πρωτεργάτες για την ενεργοποίηση του κράτους και των υπεύθυνων δομών του στην κατεύθυνση της ανάληψης πρωτοβουλιών για την προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς, υπήρξαν καταρχήν Αρχιτέκτονες.
Αυτοί άρχισαν δειλά δειλά την πρώτη καταγραφή ενώ είχε αρχίσει η περίοδος της γρήγορης αποβιομηχανοποίησης της χώρας.
Ένα μεγάλο μέρος του βιομηχανικού μας αποθέματος καταστράφηκε από την εγκατάλειψη και το κλείσιμο εργοστασίων που οδήγησε στην κατάρρευση κτηριακών μνημείων και χωρίς περίσκεψη στην πολτοποίηση μεγάλου μέρους του μηχανολογικού τους εξοπλισμού.
Η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια για την διατήρηση- αναστήλωση βιομηχανικών κτηριακών συγκροτημάτων έγινε σώζοντας τον κτηριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό τους, με την μετατροπή και λειτουργεία τους ως μουσεία, από τον Διοικητή της Τράπεζας ΕΤΒΑ αείμνηστο καθηγητή Κώστα Σοφούλη, ο οποίος την δεκαετία του ’80 έστησε σε στέρεα βάση Το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας ΕΤΒΑ, ξεκινώντας από το εργοστάσιο Μεταξιού στο Σουφλί έως τον Νερόμυλο της Δημητσάνας κ.α.
Αργότερα δημιουργήθηκε το Ελληνικό τμήμα του TICCIH (Διεθνής Επιτροπή για την Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς), το οποίο δραστηριοποιήθηκε στην καταγραφή και ευαισθητοποίηση των πολιτών για αυτό τον πολιτισμό.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 σε αρκετά μέρη της χώρας ξεκίνησαν προσπάθειες διάσωσης της Βιομηχανικής κληρονομιάς, όπως στο νησί της Λέσβου από την τότε Νομαρχία με την αναστήλωση τεσσάρων μεγάλων κτηριακών συγκροτημάτων, τριών Ελαιοτριβείων και ενός Σαπωνοποιείου, τα οποία ανήκαν ιδιοκτησιακά σε ισάριθμους δήμους, αναστηλώθηκαν και μετατράπηκαν σε πολύκεντρα λειτουργώντας παιδευτικά για του πολίτες.
Σήμερα 40 χρόνια μετά μεμονωμένες προσπάθειες προσώπων και ιδιωτικών φορέων εξακολουθούν να αποδίδουν, όμως χωρίς την ενεργή παρουσία του επίσημου κράτους οδηγείται ξανά στον παραμελισμό η κληρονομιά του βιομηχανικού μας πολιτισμού.
Δυστυχώς είναι αποτέλεσμα της κρατούσας και πάλι λογικής ότι ο πολιτισμός αξιολογείται βάση της εμπορικής του και μόνον αξίας.
|