Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 

Η αυτοκέφαλη εκκλησία της Ελλάδας έχει 175 χρόνια ζωής, όσα σχεδόν και το νεότερο Ελληνικό κράτος. Ο Βασιλιάς  Όθωνας μονομερώς το 1833 με Βασιλικό Διάταγμα εθνικοποίησε και κρατικοποίησε την Ορθόδοξη εκκλησία, που μέχρι τότε είχε αναφορά στην Κωνσταντινούπολη.
Προσδέθηκε  έκτοτε η εκκλησία στο άρμα της πολιτικής εξουσίας και όποτε ανερχόταν νέα  κυβέρνηση στην εξουσία άμεσα οριζόταν  και  νέα ηγεσία στην  εκκλησία  ή όποτε έφευγε πίπτουσα η κυβέρνηση συμπαρέσυρε και  τον  Αρχιεπίσκοπο της. 
Πολλά τα παραδείγματα, όπως του Νεόφυτου που συγκρούστηκε με τον Όθωνα, του Θεόκλητου Μηνόπουλου που συμπορεύθηκε με το παλάτι και αναθεμάτισε τον Βενιζέλο, του Χρύσανθου που αρνήθηκε να ορκίσει τον κατοχικό πρωθυπουργό, του Ιάκωβου Βαβανάτσου που καθαιρέθηκε από το μετεμφυλιακό κράτος ή του Ιερώνυμου Κατσώνη που «πούλησε» το παλάτι  που τον ανέδειξε και  συντάχθηκε με την χούντα, που επικράτησε του  αντικινήματος  του Βασιλιά στις 13 Δεκεμβρίου 1967.
Στις μέρες μας ο μακαριστός Χριστόδουλος  ακολούθησε την πεπατημένη – όσο δεξιότερα τόσο καλύτερα -  αλλά με περίσσιο  αέρα στα μυαλά του. Ποντάρισε στην πολιτική επενδύοντας στην εποχή της αδιαφορίας, της έλλειψης οραμάτων και αγωνίστηκε πολιτικάντικα και λαϊκίστικα για την εισέτι απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών. Προσέβλεψε σε κρίση που θα γεννούσε Εθναρχία. Υπερέβαινε όμως προκλητικά το ρόλο του, φόρεσε μεγαλύτερο ράσο από το μπόι του, ξεκίνησε συγκρούσεις χωρίς σχέδιο, για να υποχωρήσει στη συνέχεια, όπως έπραξε με το Πατριαρχείο ή καταγγέλλοντας τον ιμπεριαλισμό και περίπου  εκθειάζοντας τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στους δίδυμους πύργους για να ανακαλέσει μετέπειτα ισχυριζόμενος ότι παρεξηγήθηκαν  τα λεγόμενα του.
Η ιστορία θα τον καταγράψει ως μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που επιζητούσε πολιτική, οικονομική και θρησκευτική εξουσία εις βάρος της λαοπρόβλητης πολιτικής εξουσίας και του αδύναμου και απομονωμένου  Φαναρίου.
Όμως στην μετά Χριστόδουλου εποχή, πρέπει η εκκλησία  να δει την πραγματικότητα κατάματα και να κατανοήσει ότι:
• Η ηγεσία της εκκλησίας δεν ορίζει ούτε  αντικαθιστά την κυβέρνηση και βεβαίως δεν αναμειγνύεται στο νομοθετικό έργο της Βουλής.
• Αποκλειστικό της έργο ο λόγος αγάπης που διακινείται  μέσα την εκκλησία και όχι στις πλατείες.  Τα λάβαρα φυλάσσονται  στα μουσεία ή στο ιερό άβατο και είναι κληρονομιά όλου του έθνους.
• Έργο της η  ελεημοσύνη στους αδυνάτους από τα δικά της έσοδα και όχι μόνο από τους εθνικούς πόρους ή τα ευρωπαϊκά πακέτα και που θα υπόκεινται σε διαχειριστικό έλεγχο των εσόδων και των εξόδων της όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες
• Καθήκον της ο αγώνας ενάντια στην μισαλλοδοξία και την ξενοφοβία και όχι το κυνηγητό «εθνικών μειοδοτών»
• Στόχος της μια ελεύθερη εκκλησία σε ένα ελεύθερο κράτος όπως οραματίστηκε ο ΚΑΒΟΥΡ την Καθολική εκκλησία στην Ιταλία και έγινε πραγματικότητα.
Η κυρίαρχη σκέψη και ευχή της επόμενης της εκλογής του νέου προκαθήμενου θα πρέπει να είναι η προοπτική ενός ευοίωνου  μέλλοντος. Επ’ ουδενί δεν επιτρέπεται το μέλλον  να μιμείται το παρελθόν. Το πρόσφατο παρελθόν της τελευταίας δεκαετίας υπήρξε τραυματικό για την εκκλησία και το λαό μας. Είχαμε μια εκκλησία που πολιτευόταν χωρίς αιδώ μ’ έναν προκαθήμενο που από άμβωνος κατατρόπωνε τους αόρατους εχθρούς με φράσεις «αγάπης» όπως: «Όποιος σηκώνει το χέρι του στην εκκλησία θα του κοπεί ή όποιος κατηγορήσει την εκκλησία θα του κοπεί η γλώσσα». Ο νέος προκαθήμενος επιβάλλεται να επαναφέρει την εκκλησία στην σώφρονα διαχείριση του οίκου της, να επανενώσει τους πιστούς και να μην τους διαιρεί σε δεξιούς και αριστερούς όπως μέχρι χθες. Να επανορθώσει τα λάθη και να επουλώσει τα τραύματα της Χριστοδουλικής δεκαετίας, αρχής γενομένης από την συγνώμη για τις διχαστικές λαοσυνάξεις, για τον πόλεμο που έκανε στο Πατριαρχείο και την προκλητική προτίμηση προς την συντηρητική παράταξη. Ήτοι, να ξαναγίνει ακομμάτιστη και να ηγηθεί του διαπολιτισμικού και διαεκκλησιαστικού διαλόγου επικουρούσα σ’ αυτό το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Να εργασθεί για το περιβάλλον και την προστασία του πλανήτη.
Να σταθεί δίπλα στον δοκιμαζόμενο πολίτη.
Ο λαός μας δεν χρειάζεται ρασοφόρο λαϊκό ηγέτη, - τον  ηγέτη του τον εκλέγει άμεσα ο ίδιος – ο θρησκευτικός ηγέτης εκλεγμένος από 80 περίπου ιεράρχες – δεν έχει λαϊκή εξουσιοδότηση και δεν δικαιούται να πολιτεύεται.
Ένας πνευματικός ηγέτης πρέπει να εμπνέει ελπίδα στον λαό, όχι να καλλιεργεί τους φόβους του,  γινόμενος  λαοπλάνος  από παράφορη φιλοδοξία.
Τέλος, με γνώμονα το συμφέρον της ίδιας της εκκλησίας οφείλει η νέα ηγεσία να θέσει επί τάπητος το ώριμο πλέον θέμα του διαχωρισμού των σχέσεων κράτους – εκκλησίας.
Τα δραματικά γεγονότα που ξεκίνησαν στα τέλη του 2004, οι τραγικές αποκαλύψεις που συντάραξαν το ίδιο το οικοδόμημα της εκκλησίας με  τους Γιοσάκηδες, Βαβίληδες και τ’ άλλα «λουλούδια» έφεραν στην επιφάνεια μια μεγάλη κρίση που ανέδειξε νοοτροπίες και πρακτικές υποκόσμου με παρεκκλησιαστικές οργανώσεις που ηγεμονεύουν,  νέμονται πολλαπλώς, αλλά και επηρεάζουν τις εξουσίες, θρησκευτικές και πολιτικές.
Ο νέος προκαθήμενος, οφείλει να κατανοήσει τις επιταγές της εποχής, τις ανάγκες του ποιμνίου και το πόσο σοβαρό πνευματικό ρόλο έχει να διαδραματίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία και να κινήσει αυτός πρώτος τις διαδικασίες του διαχωρισμού.
Η κοινωνία, ο τόπος, αλλά και το ίδιο το Ποίμνιο, δεν επιθυμούν πλέον Ιεράρχες που εκμεταλλευόμενοι την θέση τους , θα μετατρέπονται σε από «΄Αμβωνος Εθνάρχες». Οι ρόλοι πλέον πρέπει να είναι καθαροί και απολύτως διακριτοί.
Δεν έχω βέβαια αυταπάτες ότι η σημερινή ψευτομεταρρυθμιστική  κυβέρνηση μπορεί να ξεκινήσει μια τέτοια σημαντική μεταρρύθμιση. 
Οφείλει όμως η Δεξιά, τουλάχιστον να απεμπολήσει τις μέχρι τώρα ακραίες πολιτικές παρεμβάσεις της στην Εκκλησία, την οποία θέλει να έχει μόνιμα «θεραπενίδα της» και υποχείριο της. Ο νυν Πρωθυπουργός και κορυφαία Κυβερνητικά και Κομματικά στελέχη της Δεξιάς, με την υπογραφή τους τότε στο κείμενο για τις ταυτότητες, όχι μόνο καπηλεύτηκαν για ψηφοθηρικούς λόγους ευαισθησίες του κόσμου, αλλά υπονόμευσαν την λαϊκότητα του Κράτους και απέδειξαν την εξαρτημένη προσήλωση  της Συντηρητικής Παράταξης σε εθνοκάπηλες ιδεολογίες του 50 και 60.


* Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και τ. Υπουργός