Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 
Κυρίες και Κύριοι, Ευχαριστώ θερμά τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και τον Πρόεδρό της, Πρύτανη κύριο Μπαμπινιώτη που με τίμησαν με την πρόσκλησή τους να συμμετάσχω ως ομιλητής στο Συμπόσιο με θέμα «Διαβασμένη ή αδιάβαστη Ελλάδα», που διοργανώνει σήμερα η Στοά του Βιβλίου. Δυστυχώς οι από καιρό προγραμματισμένες υποχρεώσεις μου –στο πλαίσιο των καθηκόντων μου ως Προέδρου της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου- με υποχρεώνουν να βρίσκομαι στις Βρυξέλλες κι έτσι, με μεγάλη μου λύπη, μου είναι αδύνατον να ανταποκριθώ στην ευγενική αυτή πρόσκληση, να βρεθώ σήμερα μαζί σας και να αντιμετωπίσω, μαζί με τους άλλους ομιλητές, τη δημιουργική πρόκληση που περιέχει το θέμα αυτού του Συμποσίου. Λυπάμαι διπλά για την αναγκαστική αυτή απουσία μου, γιατί το θέμα του Συμποσίου αναφέρεται σ’ ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα με πολύ σοβαρές πολιτιστικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Αφού χαιρετίσω λοιπόν την εξαιρετική πρωτοβουλία των διοργανωτών και ευχηθώ–έστω και από μακριά- κάθε επιτυχία στις εργασίες του Συμποσίου, θα μου επιτρέψετε να περιοριστώ στη διατύπωση κάποιων βιαστικών σκέψεων για την ανάγνωση, τη σημασία και την αναγκαιότητά της και να σας παραθέσω τις βασικές δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το βιβλίο. Με τον τρόπο αυτό, ελπίζω ότι θα συμβάλλω σε κάποιο βαθμό στο γόνιμο διάλογο που είμαι βέβαιος ότι θα αναπτύξετε, όσο κι αν η ακούσια αδυναμία να μοιραστώ τον προβληματισμό και τις απόψεις σας μου στερεί τη δυνατότητα να αναπτύξω πληρέστερα και τις δικές μου απόψεις. Έχει ειπωθεί ότι η αγάπη για το βιβλίο που δείχνει ένας λαός και η έκταση της συνήθειας της ανάγνωσης σ’ ένα πληθυσμό, αποτελεί και το μέτρο του πολιτισμού του. Η διαπίστωση αυτή, όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως κάπως απλουστευμένη και ίσως διδακτική, αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό μιαν αλήθεια: Η ανάγνωση είναι η συντομότερη πρόσβαση στην απύθμενη δεξαμενή της παγκόσμιας πολιτιστικής μνήμης, όπως αυτή χαράχτηκε ανεξίτηλα από το θαυματουργό εργαλείο του γραπτού λόγου, το πιο ισχυρό και πιο πυκνό επικοινωνιακό εργαλείο που επινόησε ποτέ ο άνθρωπος. Ολόκληρη σχεδόν η ιστορία του πολιτισμού βασίστηκε στη δημιουργική δύναμη του γραπτού λόγου, που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, ιδιαίτερα όταν έγινε προσιτός μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας. Η διάδοση του τυπωμένου γραπτού λόγου, με τη μορφή του βιβλίου, απέδειξε την κοσμογονική ισχύ των ιδεών. Ο κόσμος με όχημα το λόγο και κινητήρια δύναμη τη δυνατότητα του να πυκνώνει σε μια έννοια χίλιες εικόνες, πορεύτηκε προς την αυτογνωσία, καταγράφοντας με λέξεις αυτή τη συναρπαστική και επίπονη πορεία. Σήμερα τα δεδομένα αυτά έχουν αλλάξει. Ζούμε πια στην εποχή της εικόνας. Οι έννοιες έχουν δώσει την πρωτοκαθεδρία στις οπτικές παραστάσεις και στους ήχους. Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης που διανύουμε, ο καταιγισμός των πληροφοριών που δεχόμαστε γίνεται κυρίως με εικόνες. Από την πυκνότητα, την αφαιρετικότητα και τη σύνθεση της εννοιολογικής επικοινωνίας, περάσαμε στην αναλυτική αλλά εφήμερη παντοδυναμία των οπτικών παραστάσεων που είναι ωστόσο απόλυτα συγκεκριμένες και γι’ αυτό είναι μοιραία αναλώσιμες. Είναι αλήθεια ότι «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις», αλλά άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι μια έννοια αξίζει όσο εκατομμύρια εικόνες. Το ζητούμενο δεν είναι βέβαια να κινδυνολογήσουμε για την εισβολή του πολιτισμού της εικόνας στη ζωή μας. Γιατί και οι εικόνες έχουν κι αυτές μια μοναδική ικανότητα να μεταφέρουν μηνύματα, αρκεί να υπακούουν στους κανόνες ενός οπτικού συντακτικού, που αναμφισβήτητα λειτουργεί πίσω τους. Είναι ο μηχανισμός που γεννά τη γλώσσα των εικόνων, μ’ άλλα λόγια έναν οπτικό λόγο. Το ζητούμενο είναι να διακρίνουμε τις ομοιότητες και τις διαφορές του «πυκνού» γραπτού και του «αναλυτικού» οπτικού λόγου, να αναγνωρίσουμε ότι αποτελούν παραπληρωματικές δυνατότητες της ανθρώπινης επικοινωνίας και να τις αφήσουμε να αναπτύσσονται παράλληλα, προστατεύοντας ωστόσο τους εαυτούς μας και τις κοινωνίες μας από την παθητικότητα που ανοίγει το δρόμο στην απόλυτη παντοκρατορία της εικόνας, δηλαδή την παντοκρατορία του απόλυτα συγκεκριμένου, του απόλυτα αναλυτικού, του απόλυτα εφήμερου. Μ’ άλλα λόγια το μεγάλο στοίχημα στις μέρες μας, πιστεύω πως είναι να καταφέρουμε να επαναπροσδιορίσουμε –πέρα από συμβατικότητες και διδακτισμούς- την σημασία της ανάγνωσης στη ζωή μας και να της αποδώσουμε την μοναδικότητά της ως του πιο σημαντικού αναδραστικού επικοινωνιακού μέσου που υπήρξε και θα υπάρξει ποτέ. Γιατί μόνο η ανάγνωση μπορεί, με αφορμή και αφετηρία ένα γραπτό κείμενο, να κινητοποιήσει σε τέτοιο αποκαλυπτικό βαθμό τη σκέψη και τους συνειρμούς μας, απελευθερώνοντας τη δική μας πρωτοτυπία την ίδια στιγμή που φυλακίζει για πάντα στη μνήμη μας τις ιδέες κάποιου συγγραφέα. Η διάσωση της συνήθειας της ανάγνωσης στους καιρούς μας, δεν μπορεί να είναι απλώς ένα ευγενικό αίτημα ευρύτερης καλλιέργειας του κοινού. Αποτελεί όρο διατήρησης των ισορροπιών του πολιτισμού μας. Αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη συντήρηση της συλλογικής μας μνήμης, που είναι θησαυρισμένη στα βιβλία. Είναι τέλος η μόνη είσοδος στον κόσμο των εννοιών, που είναι πρωταρχικό δομικό υλικό της ζωής της ιστορίας και το πολιτισμού μας. Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να ξεφύγω από τις προσωπικές σκέψεις που μοιράστηκα μαζί σας, να θυμηθώ την ιδιότητά μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να αναφερθώ εν συντομία στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάγνωση και το βιβλίο. Η στήριξη της καλλιτεχνικής και της λογοτεχνικής δημιουργίας συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του Πολιτισμού, οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 151 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το άρθρο αυτό, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση για κάθε πολιτιστική δράση της Κοινότητας, εισήχθη το 1992 με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά από πρωτοβουλίες. Μία από τις πρωτοβουλίες αυτές ήταν το πρόγραμμα Αριάδνη, το οποίο ετέθη σε ισχύ το 1995 και είχε ως στόχο την στήριξη του βιβλίου, της ανάγνωσης και των μεταφράσεων. Το πρόγραμμα αυτό λειτούργησε με μεγάλη επιτυχία μέχρι το 2000, έτος κατά το οποίο ενσωματώθηκε στο ευρύτερο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον Πολιτισμό, το οποίο ονομάζεται Πολιτισμός 2000 και καλύπτει την περίοδο 2000-2006. Το πρόγραμμα αυτό αφιερώνει 11% περίπου των πόρων του για την επιδότηση δράσεων σχετικών με το βιβλίο: μεταφράσεις ευρωπαϊκών λογοτεχνικών έργων (θέατρο, ποίηση, μυθιστόρημα), προώθηση της λογοτεχνίας και της ανάγνωσης, επιμόρφωση των ανθρώπων που εργάζονται στο χώρο του βιβλίου (μεταφραστών, βιβλιοθηκάριων, εκδοτών) και βελτίωση της πρόσβασης στη λογοτεχνία. Το πρόγραμμα Πολιτισμός 2000 έχει για παράδειγμα χρηματοδοτήσει την οργάνωση συμποσίων ανάμεσα σε συγγραφείς και αναγνώστες, φεστιβάλ ποίησης, μεταφράσεις, καθώς επίσης και ευρωπαϊκά δίκτυα συγγραφέων ή δικτυακών τόπων που παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη λογοτεχνία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επίσης επιδοτήσει το Συμβούλιο Ευρωπαίων Συγγραφέων (European Writer's Congress), το οποίο αποτελεί την ομοσπονδία των ευρωπαϊκών ενώσεων συγγραφέων. Η στήριξη της Ευρωπαϊκή Ένωσης για το βιβλίο έχει εξασφαλιστεί και στο διάδοχο πρόγραμμα Πολιτισμός 2007 που θα καλύψει την περίοδο 2007-2013 και το οποίο πρόκειται να εγκριθεί μέσα στους επόμενους μήνες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε μάλιστα τροπολογία με την οποία γίνεται ειδική μνεία στη στήριξη μεταφράσεων αρχαιοελληνικών και λατινικών κειμένων. Κυρίες και Κύριοι, Προσπάθησα να αναφερθώ με συντομία στις δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το βιβλίο και να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις πάνω στη σημασία της ανάγνωσης στη ζωή μας. Σας ευχαριστώ που –παρ’ ότι δεν κατάφερα να είμαι κοντά σας σήμερα- μου παραχωρήσατε το βήμα και την προσοχή σας και μου δώσατε μια θέση στο τραπέζι του γόνιμου διαλόγου σας. Συγχαίρω και πάλι του διοργανωτές και εύχομαι κάθε επιτυχία στις εργασίες του Συμποσίου.