Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 
Πολιτικές ανάπτυξης των νησιών Η ιστορία, η φυσιογνωμία, οι ιδιομορφίες, η οικονομία και η πολιτιστική ιδιαιτερότητα του Αιγαίου οφείλονται στο μεγάλο αριθμό των νησιών και στους όρους της γεωγραφικής τους απομόνωσης. Η απομόνωση αυτή και η υπέρβασή της υπήρξαν οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους παλινδρομούσε πάντα η ζωή τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους κι όσο κι αν φαίνεται περίεργο αυτή η συνθήκη εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Οι οικονομικές δραστηριότητες μπορεί να ενοποιούνται, οι πληροφορίες μπορεί να μεταδίδονται παντού και γρήγορα, όμως ο γεωγραφικός προσδιορισμός ενός τόπου εξακολουθεί να είναι όρος πανίσχυρος για τη ζωή και την ανάπτυξή του. Ίσως μάλιστα σήμερα που οι παραγωγικές και οικονομικές δραστηριότητες αλλά και η αγορά εργασίας λειτουργούν όλο και πιο συγκεντρωτικά, όταν η ταχύτητα των μεταφορών καθορίζει την ανταγωνιστικότητα και η πολυπλοκότητα της ζωής έχει καταργήσει από καιρό τη λιτή αυτάρκεια των μικρών κοινωνιών, η απομόνωση ενός μικρού τόπου να έχει γίνει ακόμα πιο δραματική. Αν κάποτε «απομόνωση» σήμαινε έλλειψη επικοινωνίας, σήμερα σημαίνει αδυναμία ανταπόκρισης στις απαιτήσεις μιας εποχής που μας μεταβάλλει όλο και περισσότερο σε παθητικούς θεατές. Αν στον αργό βηματισμό προσαρμογής στη νέα εποχή προστεθούν και τα πολλά καθημερινά προβλήματα υγείας, μεταφορών, επικοινωνιών, ενέργειας και ποιότητας ζωής που δημιουργεί η απομόνωση, τότε προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για τη χάραξη μιας συνολικής πολιτικής που θα δώσει λύσεις στα προβλήματα, θα προσαρμόσει τις παραγωγικές δυνατότητες των νησιών στις σύγχρονες απαιτήσεις και θ’ ανοίξει δρόμους για τη βιώσιμη ανάπτυξη τους. Επειδή η Ελλάδα είναι μια νησιωτική χώρα και χρειάζεται νησιωτική πολιτική. Η ίδρυση του Υπουργείου Αιγαίου το 1985, ήταν μια εμπνευσμένη πολιτική κίνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που έδωσε απάντηση στο αίτημα των καιρών για την εξειδικευμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων των νησιών και γέννησε ένα επιτελικό κέντρο για την αντιμετώπιση των ιδιαίτερων προβλημάτων που οδηγούν στην οικονομική τους καθυστέρηση, αλλά και το συντονισμό της κυβερνητικής πολιτικής στην περιοχή του Αρχιπελάγους, ώστε, με την εφαρμογή ενιαίας πολιτικής κατά τομέα, η οποία όμως θα πρέπει να εξειδικεύεται για κάθε νησί ανάλογα με τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά του, να αρθεί η απομόνωση, να διαμορφωθούν συνθήκες καλύτερης ζωής και να εξασφαλιστεί η προοπτική ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών. Η νησιωτική πολιτική στη χώρα μας και τα μέχρι σήμερα επιτεύγματά της είναι το αποτέλεσμα ενός πολιτικού οράματος, που άρχισε να υλοποιείται με την ίδρυση του Υπουργείου Αιγαίου και υπηρετήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Όσο και αν η πορεία που διανύθηκε κατά το διάστημα αυτό ήταν επίπονη και πολυσύνθετη, η αρχική σύλληψη ήταν απλή και ξεκάθαρη. Το ίδιο και οι στόχοι. Ο πρώτος και βραχυπρόθεσμος, ήταν να αντιστραφούν οι αρνητικές επιπτώσεις από την υπανάπτυξη στην οποία οδηγήθηκαν τα νησιά από την πληθυσμιακή αφαίμαξη - απόρροια της μεταπολεμικής μεταναστευτικής πολιτικής και από τον οικονομικό μαρασμό στον οποίο οδήγησε η παρακμή των παραδοσιακών κλάδων της παραγωγής εξ αιτίας του γεωγραφικού κατακερματισμού και της ανύπαρκτης πολιτικής για την επικοινωνία. Ο δεύτερος, πιο φιλόδοξος, μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος στόχος ήταν να τεθούν οι βάσεις για την αντίστροφη διαδικασία , να επιτευχθεί ένας σταθερός ρυθμός σ’ αυτή την πορεία, να γίνει εφικτή η οικονομική του σύγκλιση με τις πιο προηγμένες περιφέρειες και να εξασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη των νησιών. Ο δρόμος της Ευρωπαϊκής σύγκλισης είναι ζωτικής σημασίας για τις νησιωτικές περιοχές και η χάραξη νησιωτικής πολιτικής είναι άμεσα συναρτημένη με τις δυνατότητες που προσφέρει το Ευρωπαϊκό περιβάλλον, οι οποίες δεν χαρίστηκαν, αλλά κατακτήθηκαν με αγώνες των κυβερνήσεων μας. Ενταχθήκαμε στην Ε.Ε. με τη συμφωνία προσχώρησης της Ελλάδας, χωρίς να προβλεφθεί καμία πρόνοια για την ανάδειξη των ειδικών προβλημάτων των νησιών, σε αντίθεση με άλλες χώρες. Το 1988 στο Συμβούλιο Κορυφής της Ρόδου, μετά από πρόταση του τότε Προεδρεύοντος Ανδρέα Παπανδρέου, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε για πρώτη φορά την ιδιαιτερότητα του Αιγαίου και των νησιωτικών περιοχών γενικότερα. Όμως αυτή την ευνοϊκή απόφαση δεν μπόρεσε να την αξιοποιήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη του Μάαστριχτ που ακολούθησαν. Το κείμενο του Μάαστριχτ αναφέρεται στις απομακρυσμένες νησιωτικές και υπερπόντιες περιοχές της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στα νησιά της Ελλάδας. Χρειάστηκε να επανέλθουμε στην κυβέρνηση για να πετύχουμε στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996-1997, να συμπεριληφθεί στο άρθρο 158 της Συνθήκης του Άμστερνταμ –που αποτελεί τη νομική βάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την οικονομική και κοινωνική συνοχή- ειδική διάταξη για την άρση των ανισοτήτων των μειονεκτικών και των νησιωτικών περιοχών και να αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ο εγγενής και μόνιμος χαρακτήρας των διαρθρωτικών προβλημάτων που έχουν οι νησιωτικές περιοχές. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε πολιτικό, νομικό και οικονομικό προηγούμενο ώστε να μπορεί να χαράσσεται και να εφαρμόζεται ειδική πολιτική για την ανάπτυξη και τη συνοχή των νησιών. Ξεκίνησε έτσι μια εθνική προσπάθεια η οποία απέδωσε πολύ σημαντικούς καρπούς, όσο κι αν δεν επέλυσε το σύνολο των προβλημάτων των νησιών. Συντελέστηκε όμως εμφανέστατη πρόοδος, έτσι που τίποτα σήμερα να μη θυμίζει τις καταστάσεις και τα προβλήματα που υπήρχαν στα νησιά του Αιγαίου μόλις λίγα χρόνια πριν. Δεν άλλαξαν προς το καλύτερο ως δια μαγείας τα κοινωνικά, οικονομικά και πληθυσμιακά δεδομένα των νησιών. Άλλαξαν χάρις στον πολιτικό σχεδιασμό και σε μια σειρά αποτελεσματικών δράσεών χάρις στις οποίες υλοποιήθηκε ένα σημαντικό έργο που μόνο η κακοπιστία, σαν ένας ισχυρός παραμορφωτικός φακός, θα μπορούσε να το αλλοιώσει και να το παραποιήσει. Αναμφίβολα, ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα προβλήματα των νησιών τις τελευταίες δεκαετίες, ήταν η πληθυσμιακή τους «αιμορραγία». Έφευγε κυρίως η πιο δυναμική γενιά των νησιωτών, αναζητώντας αλλού καλύτερη τύχη, περισσότερες ευκαιρίες εργασίας, υψηλότερο εισόδημα. Αυτή η διαρκής «αιμορραγία», όχι μόνο συγκρατήθηκε αλλά και ανατράπηκε όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία της πιο πρόσφατης επίσημης απογραφής. Από το 1961 και για μια ολόκληρη εικοσαετία- είχαμε μία συνεχή μείωση του πληθυσμού ώστε να φτάσουμε στις 430.000 κατοίκους το 1981. Όμως τη δεκαετία 1981-91 ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 6,6% και το 1991-2001 κατά 11,4%. Από το 1981 άρχισε δειλά-δειλά να αλλάζει η κατάσταση. Από το 1993 και μετά ξεκίνησε το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός, με μεγάλες προσπάθειες που τελεσφόρησαν και το 2001, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, νικήθηκε επιτέλους η μιζέρια. Στο Νότιο Αιγαίο, τις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα η πληθυσμιακή αύξηση εκτοξεύθηκε στο 16% κατά μέσο όρο και οι δημογραφικοί δείκτες όχι μόνο σταθεροποιήθηκαν, αλλά άρχισαν και πάλι να μεγαλώνουν. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα των νησιών είναι εκείνο της απασχόλησης. Για να παραμείνει ο κόσμος πρέπει να υπάρχουν θέσεις εργασίας και δυνατότητες ευημερίας. Το πρόβλημα της ανεργίας είναι πανελλήνιο, σ’ ένα χώρο όμως με πρόσφατη πληθυσμιακή αιμορραγία γίνεται ακόμα πιο οξύ. Για την αντιμετώπιση του, σε ένα τόσο αρνητικό ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον, στον εθνικά ευαίσθητο χώρο το Αιγαίου έγιναν ουσιαστικά βήματα και κυρίως δημιουργήθηκαν σοβαρές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Η καταγεγραμμένη ανεργία στα νησιά, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία μειώθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες. Παράλληλα σημειώθηκε βελτίωση και στο αναλογούν κατά κεφαλήν προϊόν, το οποίο το 2001, για παράδειγμα, ανήλθε στα 3,53 εκατομμύρια δραχμές φέρνοντας την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου 10η στην κατάταξη με 87% του μέσου όρου της Ελλάδας, ενώ λίγα μόλις χρόνια πριν ήταν τελευταία και προτελευταία. Βασική συνεισφορά και μοχλός για την αναπτυξιακή προσπάθεια στο Αιγαίο στάθηκαν οι Ευρωπαϊκές ενισχύσεις και ειδικότερα τα Κοινοτικά Κονδύλια του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Γ΄ Κ.Π.Σ.), που εξασφαλίστηκαν χάρις στην πολιτική αναγνώρισης της νησιωτικότητας. Τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, , βρέθηκαν στην πρώτη θέση κατανομής των πόρων από το Γ΄ Κ.Π.Σ, ενώ Ιδιαίτερη μέριμνα δόθηκε και για τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, παρά το γεγονός ότι είναι μία από τις περιφέρειες που πληρούν ήδη τον αναπτυξιακό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημαντικότατες επίσης θα είναι οι επιπτώσεις στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των Περιφερειών του Αιγαίου από τις παρεμβάσεις που υλοποιούνται στα πλαίσια Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του Εθνικού Σκέλους του Γ΄ ΚΠΣ, με κύρια προτεραιότητα την υλοποίηση έργων στους τομείς Μεταφορών και Επικοινωνίας, Πολιτισμού, Περιβάλλοντος, με κατεύθυνση την αντιμετώπιση της ανεργίας. Είναι νομίζω αυτονόητη η βαρύτητα και η σημασία που έχει για τα νησιά μας τόσο η απορρόφηση των πόρων όσο και η σωστή τους διαχείριση, καθώς τους δίνεται μια «χρυσή ευκαιρία» να επιταχύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης τους, να ενισχύσουν και να εκσυγχρονίσουν τις υποδομές τους, να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων τους. Ανάπτυξη δεν νοείται χωρίς ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό δίκτυο συγκοινωνιών, που εξασφαλίζει την ασφαλή και γρήγορη μεταφορά προσώπων και αγαθών. Η συγκρότηση ενός τέτοιου δικτύου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το πλήθος των νησιών σε συνδυασμό με τα προβλήματα της ελληνικής ακτοπλοΐας, δημιουργούν ένα γόρδιο δεσμό που απαιτεί θαρραλέες και ριζικές λύσεις. Στο πλαίσιο της νησιωτικής πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, το Υπουργείο Αιγαίου άσκησε μια σταθερή πολιτική στήριξης της ακτοπλοϊκής σύνδεσης των νησιών τόσο με την ηπειρωτική χώρα όσο και μεταξύ τους και γι’ αυτό διέθετε πάντοτε το μεγαλύτερο μέρος από τον τακτικό προϋπολογισμό του στην επιδότηση των αγόνων ακτοπλοϊκών γραμμών με τη μίσθωση πλοίων, μέσω δημόσιων μειοδοτικών διαγωνισμών. Οι επιδοτήσεις αυτές αυξάνονταν κατακόρυφα χρόνο με το χρόνο, έτσι που ο δείκτης των αυξήσεων αυτών, μέσα σε δέκα περίπου χρόνια, άγγιξε το 144%. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν υπάρχει σήμερα κανένα μικρό νησί όπου να μη φθάνει ή να μην αναχωρεί κάθε μέρα κάποιο πλοίο. Αυτό είναι ένα πραγματικό επίτευγμα της πολιτικής του Υπουργείου Αιγαίου κατά την τετραετία 2000-2004. Όμως το πρόβλημα της θαλάσσιας ενδοεπικοινωνίας των νησιών του Αιγαίου δεν μπορεί να λυθεί ριζικά με το καθεστώς των επιδοτήσεων, ειδικότερα μετά την άρση του cabotage και το νόμο του 2001 για την απελευθέρωση της ακτοπλοΐας, με τον οποίο καταργήθηκαν οι άδειες σκοπιμότητας και καθιερώθηκε η έννοια του γενικού δικτύου ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών για την τακτική δρομολόγηση. Γι’ αυτό Υπουργείο Αιγαίου σχεδίασε την μόνη ορθολογική όσο και οριστική επίλυση του μεγάλου προβλήματος της ενδοεπικοινωνίας. Ανέθεσε τη μελέτη του προβλήματος στο Ελληνικό Ινστιτούτο Μεταφορών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας & Τεχνολογικής Ανάπτυξης, το οποίο και πρότεινε τη λύση του προβλήματος με τη ναυπήγηση -με τη μέθοδο της αυτοχρηματοδότησης- σύγχρονων σκαφών που θα δρομολογηθούν στη συνέχεια με μακροχρόνιες συμβάσεις μίσθωσης. Με αυτό τον τρόπο τα νησιά του Αιγαίου που σήμερα δεν επικοινωνούν μεταξύ τους καθημερινά θα εξασφάλιζαν επιτέλους καθημερινή συγκοινωνία. Το μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιο, ύστερα από προσεκτική μελέτη και προσπάθειες ετών έφτασε στο κατώφλι της εφαρμογής την άνοιξη του 2004, για να εγκαταλειφθεί από τη συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Στο χώρο της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας, έγιναν στο χώρο του Αιγαίου σημαντικά βήματα προόδου με τη δημιουργία νέων υγειονομικών μονάδων και με την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό περιφερειακών νοσοκομείων όπως της Μυτιλήνης και της Ρόδου ή νοσοκομείων σε μικρότερα νησιά, όπως είναι η Χίος και η Λήμνος. Το Υπουργείο Αιγαίου, λειτουργώντας συμπληρωματικά στον τομέα αυτό, αγόρασε και διέθεσε ασθενοφόρα σε Δήμους, Κέντρα Υγείας και Πολυιατρεία, κάλυψε λειτουργικές ανάγκες Πολυδύναμων Περιφερειακών Ιατρείων και ενθάρρυνε έμπρακτα την εφαρμογή της τηλεϊατρικής στο νησιωτικό χώρο. Μια, πολύ σημαντική επίσης, πολιτική παρέμβαση του Υπουργείου Αιγαίου πιστεύω ότι υπήρξε η πολιτική του για την αντιμετώπιση του επείγοντος, αλλά και εθνικής σημασίας, προβλήματος της καταστροφής του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος του Αρχιπελάγους, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως ως παρενέργεια της σχετικής βελτίωσης της οικογενειακής οικονομίας και της άναρχης τουριστικής «ανάπτυξης» των νησιών. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, από το 2000 ως το 2004, ολοκληρώθηκε ένα μεγάλο θεσμικό έργο. Εκδόθηκαν Προεδρικά Διατάγματα που θέτουν όρους για την εκτός σχεδίου δόμηση, σε 27 νησιά μικρού και μεσαίου μεγέθους. Εκδόθηκαν εξειδικευμένα Προεδρικά Διατάγματα για 70 νησιωτικούς οικισμούς ιδιαιτέρου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος και θεσπίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί για την προστασία τους. Θεσπίσθηκαν επίσης ειδικοί προστατευτικοί όροι για 179 Νησίδες ή βραχονησίδες. Επιστέγασμα αυτού του θεσμικού έργου, που είχε σκοπό του να προλάβει την επέκταση της καταστροφής με την καθιέρωση μορφολογικών κανόνων δόμησης, υπήρξε η ψήφιση από τη Βουλή του νόμου για την «απόσυρση κτιρίων», όπως χαρακτηρίστηκε, που επιτρέπει την επανόρθωση των μεγάλων αισθητικών αλλοιώσεων που συντελέστηκαν. Πρόκειται για ένα Νόμο πρωτοπόρο για την ελληνική πραγματικότητα που θα βοηθήσει τις τοπικές κοινωνίες να αναβαθμίσουν το περιβάλλον στο οποίο ζουν και να βελτιώσουν την οικονομική τους βιωσιμότητα. Η πρωτεύουσα διάσταση σ’ αυτή την προσπάθεια είναι κυρίως αναπτυξιακή, αφού με τη διατήρηση των μοναδικής αρχιτεκτονικής αξίας οικισμών του Αιγαίου μπορεί να εξασφαλισθεί μια ορθολογική και σταθερή τουριστική ανάπτυξη. Κατά το διάστημα της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ η αναπτυξιακή διαδικασία στο Αιγαίο προσχώρησε με μεγάλα βήματα. Η μεγάλη δημόσια υποδομή σε συνδυασμό με την ιδιωτική που κυρίως μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου και των Ευρωπαϊκών προγραμμάτων διαμορφώθηκε, δημιούργησε το σημαντικό σημερινό τουριστικό εισόδημα το οποίο στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο δεν είναι απλά συμπληρωματικό, αλλά ουσιαστικό. Αυτή η υποδομή διοχετεύει το 75% του τουριστικού ρεύματος της χώρας κατευθείαν στα νησιά, μέσω των πτήσεων «τσάρτερς». Μετά την ποσοτική αυτή άνοδο το στοίχημα που θα πρέπει να κερδηθεί από δω και πέρα, είναι η ποιοτική βελτίωση του τουριστικού ρεύματος με την καλυτέρευση των παρεχομένων υπηρεσιών και πάνω απ’ όλα με την αποτελεσματική προστασία του τοπίου και του περιβάλλοντος. Τη μεγάλη και συντονισμένη προσπάθεια ετών που καταβάλαμε για την ανάπτυξη των νησιών, δεν έδειξε ποτέ να την κατανοεί η συντηρητική παράταξη που αντιμετώπισε τα χειροπιαστά αποτελέσματά της με στείρο αρνητισμό και έλλειψη καλής πίστης, προσκολλημένη στις παλιές και άγονες αρχές της πελατειακής μικροπολιτικής. Κατά καιρούς, μερικά από τα πιο επιφανή στελέχη της, με προεξάρχοντα τον επίτιμο Πρόεδρο της Παράταξης, αμφισβήτησαν το ρόλο και τη χρησιμότητα του Υπουργείου Αιγαίου. Ωστόσο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που προέκυψε από τις εκλογές του 2004, δεν τόλμησε την κατάργησή του έστω κι αν την είχε περίπου προαναγγείλει. Διατήρησε το Υπουργείο και το «αναβάθμισε» βαφτίζοντάς το «Υπουργείο Αιγαίου και νησιωτικής πολιτικής». Δυστυχώς, με τον τρόπο αυτό δεν εφηύρε τη νησιωτική πολιτική. Αυτό που έκανε ήταν απλώς… να την αναστείλει. Γιατί, ενάμισι σχεδόν χρόνο μετά, οι ενέργειες του συγκεκριμένου Υπουργείου δεν συγκροτούν πολιτική, πολύ περισσότερο νησιωτική. Και το χειρότερο, η ηγεσία του εξακολουθώντας από κεκτημένη ταχύτητα την αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ, απεμπολεί, τη μία μετά την άλλη, τις σημαντικές κατακτήσεις των προηγούμενων χρόνων, όπως το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος και το ολοκληρωμένο σχέδιο για την επίλυση του συγκοινωνιακού προβλήματος των νησιών. Ήδη σταμάτησε την έκδοση των προεδρικών διαταγμάτων για την προστασία των οικισμών, κλείνοντας με νόημα το μάτι σ’ αυτούς που έχουν συμφέρον από την οικιστική αναρχία. Η πολιτική αυτή, αν δε σταματήσει έγκαιρα, θα έχει ως αποτέλεσμα την μη αναστρέψιμη καταστροφή του ευαίσθητου Αιγαιοπελαγίτικου τοπίου από την υπερδόμηση που ισοδυναμεί με την υπονόμευση της τουριστικής προοπτικής των νησιών, δηλαδή της ευημερίας τους. Ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου αποτελεί μια ιδιαίτερη περιοχή με γεωγραφικά και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούνται σημαντικά από εκείνα των υπόλοιπων ελληνικών περιφερειών. Εξετάζοντας τους επιμέρους δείκτες (κατά κεφαλήν ακαθάριστο προϊόν, δημογραφία, απασχόληση, παραγωγικότητα, κ.λ.π.) διαπιστώνει κανείς ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα νησιά παρουσιάζουν μειωμένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές περιφέρειες. Η μεγάλη μάχη για την σύγκλιση της Ελληνικής Περιφέρειας και ειδικότερα των Ελληνικών νησιών με τις ανεπτυγμένες περιφέρειες της Ευρώπης δεν έχει τελειώσει. Για την επιτυχή έκβασή της χρειάζεται μια συγκεκριμένη, συνεκτική και πλήρως εξειδικευμένη προοπτική για το νησιωτικό χώρο, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα τα νησιά αντιμετωπίζουν δύο προκλήσεις: Την αξιοποίηση των νέων τεχνολογικών συνθηκών που επικρατούν σε διεθνές επίπεδο και την εφαρμογή της έννοιας της αειφορίας. Ως γενικός αναπτυξιακός στόχος των νησιών θα μπορούσε να υιοθετηθεί η βελτίωση της ελκυστικότητας τους, που να βασίζεται στην ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων και των τοπικών πόρων, που πρέπει να λειτουργήσουν πλέον ως τα νέα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η στρατηγική αυτή εναρμονίζεται και με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες που είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των περιφερειακών οικονομιών, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής του πληθυσμού, η αύξηση της απασχόλησης, καθώς και η ισορροπημένη ανάπτυξη μεταξύ αστικού και αγροτικού χώρου. Πεδία δράσης που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για συνεργασία μεταξύ των νησιωτικών περιοχών, κατά προτεραιότητα, είναι η διατήρηση και η με μέτρο και κανόνες αξιοποίηση του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και η τυποποίηση και βελτίωση της ποιότητας των παραδοσιακών αγροτικών προϊόντων -όπως το ελαιόλαδο, το μέλι, τα τυροκομικά, το κρασί- με τη συνεργασία ερευνητικών και σύγχρονα οργανωμένων επαγγελματικών φορέων και επιχειρήσεων. Ακόμα, η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη και η οργάνωση και προώθηση νέων μορφών τουρισμού. Ειδική έμφαση πρέπει να δοθεί στα ειδικά ζητήματα των νησιών, όπως είναι η διαχείριση των υδάτινων πόρων, ο επαναπροσδιορισμός της δόμησης, η αντιμετώπιση των πυρκαγιών, η μόλυνση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η εξασφάλιση της ενεργειακής αυτάρκειας με τη διάδοση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την εφαρμογή της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής χωρίς αλλοίωση των ιστορικών αρχιτεκτονικών δεδομένων. Είναι αναγκαία τέλος, η προσέλκυση ανθρωπίνου δυναμικού υψηλής κατάρτισης και η διαδικασία εμπέδωσης των νέων τεχνολογιών πληροφορικής. Οι προοπτικές υπάρχουν και ενισχύονται από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση ειδικής γραμμής χρηματοδότησης των νησιωτικών περιοχών της Ε.Ε., όπως προκύπτει από τη σχετική αναφορά στη Συνθήκη της Νίκαιας: Το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την όποια τρέχουσα κυβερνητική πολιτική, αλλά και από τον αποτελεσματικό σχεδιασμό και τη διεκδίκηση που θα υπάρξει. Πάνω απ’ όλα εξαρτάται από τους ίδιους τους Αιγαιοπελαγίτες, που μπορούν και πρέπει να εργαστούν προκειμένου να γίνουν πράξη όλες αυτές οι ελπιδοφόρες προοπτικές.