|
|
|
Η πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης αποτελεί πρωταρχική αξία για τις δημοκρατικές χώρες, καθώς ο πολιτικός πλουραλισμός επιβάλλει τα μέσα ενημέρωσης να εκφράζουν όλες τις πολιτικές απόψεις μιας κοινωνίας με γνώμονα ασφαλώς την προώθηση και διεύρυνση της Δημοκρατίας.
Η τηλεόραση αποτελεί επιπλέον στις μέρες μας το πιο διαδεδομένο και δημοφιλές μέσο ενημέρωσης με τη μεγαλύτερη απήχηση και επιρροή. Συνεπώς, δεν νοείται σήμερα, σε αντίθεση με ό,τι επικρατούσε πριν από μερικά χρόνια - εποχή του κρατικού μονοπωλίου - πλουραλιστική και αντικειμενική ενημέρωση χωρίς την ύπαρξη ενός ικανού αριθμού ηλεκτρονικών ΜΜΕ τα οποία θα λειτουργούν με ποιοτικούς κανόνες.
Η περίπτωση της Ιταλίας, όπου παρατηρείται το φαινόμενο του ελέγχου του μεγαλύτερου μέρους των εθνικών τηλεοπτικών σταθμών- δημόσιων και ιδιωτικών- από ένα πρόσωπο, το οποίο είναι μάλιστα ο πρωθυπουργός της χώρας, αποτελεί μία στρεβλωτική κατάσταση, ασυμβίβαστη με την αρχή του πλουραλισμού.
Το φαινόμενο Μπερλουσκόνι, που είναι μια ακραία περίπτωση, οδήγησε στο να ξεκινήσει το τελευταίο διάστημα μια μεγάλη συζήτηση γύρω από το θέμα της συγκέντρωσης των ΜΜΕ και κυρίως ως προς τις επιπτώσεις της στον πλουραλισμό και την πολυφωνία.
Με αφορμή τα συμβαίνοντα στην Ιταλία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέλαβε πρωτοβουλίες σχετικά με το θέμα της πολυφωνίας και του ελέγχου στα ΜΜΕ οι οποίες κατέληξαν στην έκδοση σημαντικών ψηφισμάτων.
Ορισμένα κράτη της Ε.Ε. έχουν επίσης θεσπίσει περιοριστικούς κανόνες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ σε περιπτώσεις κατοχής μετοχικών μεριδίων σε περισσότερα μέσα ενημέρωσης του ίδιου ή διαφορετικού είδους επιλέγοντας διαφορετικές προσεγγίσεις ή συνδυασμούς που άπτονται των μεριδίων τηλεθέασης, του μετοχικού κεφαλαίου ή του αριθμού των κατεχομένων αδειών.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιθυμεί τα κράτη μέλη να μεριμνούν για την διασφάλιση της πολυφωνίας. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αντίθετα να ελέγχει κατά πόσον μια συγχώνευση με κοινοτική διάσταση είναι συμβατή με τους κανόνες ανταγωνισμού της κοινής αγοράς. Έχει συνεπώς δικαίωμα να λαμβάνει υπόψη μόνο κριτήρια που σχετίζονται με τον ανταγωνισμό, όπως το κατά πόσον μια συγχώνευση οδηγεί σε ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσης στην αντίστοιχη αγορά και αποκλεισμό των ανταγωνιστών από τις αγορές αυτές. Συνεπώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη κριτήρια όπως η πολυφωνία των μέσων μαζικής ενημέρωσης όταν αποφασίζει για το αν μια συγχώνευση συμβιβάζεται με τους κανόνες της κοινής αγοράς.
Το ζητούμενο είναι ωστόσο να διευκρινιστεί σε ποιες περιπτώσεις χρειάζονται ειδικοί κανόνες που να ρυθμίζουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ. Σε μια σειρά από χώρες, οι οποίες φημίζονται για το υψηλό επίπεδο προστασίας της πολυφωνίας και της ελευθερίας της έκφρασης, απουσιάζουν παντελώς κανόνες όσον αφορά τη συγκέντρωση των ΜΜΕ και ειδικά στο χώρο της τηλεόρασης. Για παράδειγμα χώρες όπως η Δανία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Φιλανδία δεν θέτουν καθόλου περιορισμούς στη δυνατότητα δραστηριοποίησης σε περισσότερα του ενός μέσα μαζικής ενημέρωσης, χωρίς αυτό να έχει οδηγήσει σε υστέρηση της πολυφωνίας και του πλουραλισμού. Το ίδιο ισχύει και σε πολλά από τα νέα κράτη μέλη της, όπως η Εσθονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πολωνία. Παράλληλα παρατηρείται το τελευταίο διάστημα μία τάση αναθεώρησης των υπαρχόντων θεσμικών πλαισίων που διέπουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ με τη θέσπιση ελαστικότερων κανόνων. Στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, ο νέος νόμος του 2003 κατήργησε τους αυστηρούς περιορισμούς που προγενέστερα είχε θεσπίσει η ίδια εργατική Κυβέρνηση.
Η τάση αυτή είναι απόρροια μιας γενικότερης συζήτησης για το κατά πόσο η συγκέντρωση των ΜΜΕ συνεπάγεται αναγκαστικά περιορισμό του πλουραλισμού, όταν μάλιστα η συγκεντρωτική τάση επεκτάθηκε στα νέα κράτη μέλη της Ανατολικής Ευρώπης όπου πολλά ΜΜΕ των χωρών αυτών αγοράστηκαν από επιχειρήσεις προερχόμενες από τη δυτική Ευρώπη, οι οποίες αναδιαμόρφωσαν το τοπίο σύμφωνα με τα ισχύοντα στο δυτικό κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση συνολικά στη Ένωση σκοτεινή εξαίρεση αποτελεί το παράδειγμα της Ιταλίας. Φωτεινό δε παράδειγμα αποτελεί εκείνο της Αγγλίας όπου π.χ. το ΒΒC στο θέμα του πολέμου στο Ιράκ αντιπολιτεύθηκε τις θέσεις του κ. Μπλερ.
Όσον αφορά τη χώρα μας, το θέμα της συγκέντρωσης μας απασχολούσε μέχρι πρότινος μόνο θεωρητικά δεδομένου ότι στην Ελλάδα παρατηρείται το αντίθετο ακριβώς φαινόμενο. Το βασικό χαρακτηριστικό της ελληνικής ραδιοτηλεοπτικής αγοράς είναι ο έντονος κατακερματισμός, ο οποίος όμως δεν έχει οδηγήσει σε αύξηση της πολυφωνίας και της ποιότητας στο προσφερόμενο τηλεοπτικό προϊόν.
Δεδομένης της τάσης στην Ευρώπη προς μια χαλάρωση των περιορισμών όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ, τίθεται εύλογα το ερώτημα ποια πρέπει να είναι η πρέπουσα νομοθετική πρωτοβουλία στην χώρα μας, όπου κύριο γνώρισμα των εγχώριων ΜΜΕ είναι ο πολυκερματισμός και στις περισσότερες περιπτώσεις η κάκιστη ποιότητα του παραγόμενου τηλεοπτικού προϊόντος. Μήπως τελικά στη δική μας περίπτωση το θέμα δεν είναι η υπερσυγκέντρωση και άρα στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία υγειών και σωστά οργανωμένων ηλεκτρονικών ΜΜΕ που θα αναδεικνύουν ποιοτικά την ενημερωτική, εκπαιδευτική και πολιτιστική αποστολή τους; Ας αναλογισθούμε για παράδειγμα ότι η πέτρα του σκανδάλου, η Ιταλία των 60 εκατομμυρίων κατοίκων, διαθέτει τον ίδιο αριθμό τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας -κρατικούς και ιδιωτικούς- με την Ελλάδα των 11 εκατομμυρίων.
Η αμηχανία και η απογοήτευση που νοιώθει στις μέρες που ζούμε ο πολίτης για τα λυπηρά τεκταινόμενα στο ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο, θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο αν η όποια νέα κυβερνητική πρωτοβουλία έχει ως στόχο τον έλεγχο – ποδηγέτηση και όχι την δημιουργία συνθηκών και προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν τα ηλεκτρονικά κυρίως ΜΜΕ να αναβαθμίσουν ποιοτικά το προσφερόμενο τηλεοπτικό προϊόν τους. | |