Στις 25 Μαρτίου γιορτάσαμε στο Βερολίνο τα πενήντα χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης. Οι εορτασμοί είχαν ως αποκορύφωμα τη Διακήρυξη του Βερολίνου, η οποία επιχειρεί να συνοψίσει τις επιτυχίες πενήντα χρόνων ευρωπαϊκής ενοποίησης επαναπροσδιορίζοντας ταυτόχρονα τους στόχους του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε το μείζον ιστορικό επίτευγμα της μεταπολεμικής πορείας της Ευρώπης καθώς διασφάλισε στους Ευρωπαίους πολίτες τα αγαθά της ειρήνης, της σταθερότητας, της δημοκρατίας και της ευημερίας. Συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών, στην εμπέδωση του κοινωνικού κράτους, στη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και στην αλληλεγγύη με τους λαούς του αναπτυσσόμενου κόσμου, ενώ ξεπεράστηκαν οριστικά οι συγκρούσεις και οι αιματοχυσίες καθιστώντας αδιανόητη την προοπτική ενός νέου πολέμου.
Η μεγάλη επιτυχία του ενοποιητικού εγχειρήματος αποτυπώνεται στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη που το 1957 ήταν μόλις έξι, σήμερα φθάνουν τα είκοσι επτά, ενώ ο αριθμός των χωρών που αναμένουν στο κατώφλι της Ένωσης αυξάνεται συνεχώς. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύεται ως ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο μοντέλο σε παγκόσμια κλίμακα καθώς αποτελεί πρότυπο περιφερειακής ολοκλήρωσης για έναν αυξανόμενο αριθμό κρατών.
Αν η ΕΕ αντιμετώπισε με επιτυχία τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δυσχέρειες που δημιούργησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο οι πόλεμοι και οι διενέξεις, δεν μπόρεσε με την ίδια επιτυχία να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και τις προκλήσεις που γεννά σήμερα η παγκοσμιοποίηση καθώς και τις ανησυχίες των Ευρωπαίων πολιτών σε θέματα όπως η ανεργία, η μετανάστευση, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η περιβαλλοντική προστασία, η ενεργειακή ασφάλεια, οι κλιματικές αλλαγές, η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα.
Όλα τα σημαντικά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως η ειρήνη και η δημοκρατία, θεωρούνται σήμερα δεδομένα και δεν εμπνέουν πλέον τους Ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι αναζητούν λύσεις στα καθημερινά τους προβλήματα από μια Ένωση που πάσχει σε επίπεδο θεσμών και λειτουργίας και επιχειρεί, μετά την διεύρυνσή της σε 27 κράτη μέλη, να δράσει με τα παλιά εργαλεία της Ευρώπης των 15.
Διαδοχικές έρευνες της κοινής γνώμης έχουν καταγράψει χαμηλή αποδοχή της Ένωσης από τους ευρωπαίους πολίτες. Οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν ακούγεται επαρκώς η φωνή τους, ότι δεν έχουν τις δυνατότητες να συμμετάσχουν ενεργά στις διαδικασίες διαμόρφωσης των πολιτικών της Ένωσης, ενώ υπάρχει η αίσθηση ότι η συζήτηση που γίνεται σήμερα στην Ευρώπη βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις πραγματικές ανάγκες, ελπίδες και προσδοκίες των ευρωπαίων πολιτών. Συνέπεια αυτού είναι ότι η απόσταση ανάμεσα στο μέσο Ευρωπαίο πολίτη και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς έχει διευρυνθεί και το συνολικό πρόβλημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ένωσης έχει προσλάβει οξύτερες διαστάσεις.
Η κατάσταση αυτή αδικεί σε μεγάλο βαθμό τις προσπάθειες που καταβάλλονται καθημερινά από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για να προωθήσουν πολιτικές προς όφελος του Ευρωπαίου πολίτη. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση θεωρείται από πολλούς ως υπόθεση μιας πολιτικής ελίτ και εμείς, οι πολιτικοί, δεν μπορέσαμε να εξηγήσουμε στους πολίτες τα οφέλη που πηγάζουν από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καθώς και ότι τα προβλήματα με υπερεθνικά αίτια μπορούν να βρουν τις απαντήσεις τους μόνο σε υπερεθνικό επίπεδο.
Αυτή η αδυναμία οδήγησε στον επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής επικοινωνίας της ΕΕ με την πρόσφατη έκδοση μιας λευκής βίβλου, την οποία θα ακολουθήσει - πιθανότατα εντός του έτους - πρόταση για τη δημιουργία ενός αυτόνομου κοινοτικού προγράμματος για την προώθηση της επικοινωνίας της Ένωσης με τον πολίτη.
Η Ευρώπη μοιάζει σήμερα με μία ώριμη κυρία πενήντα ετών που αντιμετωπίζει κρίση μέσης ηλικίας κάνοντας απολογισμό των επιτευγμάτων και των αποτυχιών της και αναζητώντας με δυσκολία τα επόμενα βήματα. Η εντύπωση αυτή οφείλεται εν μέρει στο αδιέξοδο που προέκυψε μετά τα αρνητικά δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία. Η Συνταγματική Συνθήκη θα παρείχε στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη δυνατότητα να ισχυροποιήσει το ρόλο της στη νέα διεθνή πραγματικότητα, ιδιαίτερα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας και να ακολουθήσει παράλληλα μια πιο εξορθολογισμένη, αποτελεσματική και δημοκρατικότερη διαδικασία λήψης αποφάσεων με πιο διαφανείς διαδικασίες, δίνοντας μεγαλύτερη δύναμη στους Ευρωπαίους πολίτες, στο Ευρωκοινοβούλιο και στα εθνικά κοινοβούλια.
Παρόλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάνει και εξακολουθεί να κάνει πολλά σημαντικά βήματα με βάση το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της Συνθήκης της Νίκαιας. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας επαναπαύει διότι η ΕΕ χρειάζεται ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για να λειτουργήσει καλύτερα. Μετά από μία μακρά περίοδο περισυλλογής, το ζήτημα «της θεσμικής μεταρρύθμισης» και του μέλλοντος της Συνταγματικής Συνθήκης έχει επιστρέψει στην ημερήσια διάταξη των σχετικών προβληματισμών για το μέλλον της Ευρώπης και έχουν ήδη παρουσιασθεί αρκετές εναλλακτικές λύσεις σε σχέση τόσο με τη μορφή όσο και με το περιεχόμενο της μελλοντικής Συνθήκης.
Η ανάληψη της προεδρίας του Συμβουλίου από τη Γερμανία, αλλά και η ωρίμαση άλλων συνθηκών, επιτρέπουν την επαναδρομολόγηση της διαδικασίας για την υπέρβαση της θεσμικής - συνταγματικής κρίσης. Η γερμανική Προεδρία συνεχίζει τις διαβουλεύσεις με τα κράτη-μέλη και ανακοίνωσε ότι θα υποβάλει στο προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου έκθεση και προτάσεις για τις μελλοντικές δράσεις.
Δεν είμαι πεπεισμένος ότι με τη Διακήρυξη του Βερολίνου της 25ης Μαρτίου σηματοδοτείται το τέλος της φάσης αμηχανίας που άνοιξε με το «όχι» των Γάλλων και των Ολλανδών. Το κείμενο είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν συμβιβασμού και είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι οι ευρωπαίοι ηγέτες όχι μόνο δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στο να υπάρξει αναφορά στη Συνταγματική Συνθήκη αλλά διαφώνησαν ακόμα και στο πεδίο των αναμφισβήτητων κατακτήσεων των τελευταίων 50 χρόνων περιοριζόμενοι για μια ακόμα φορά στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή.
Η Συνταγματική Συνθήκη παραμένει όμως το πιο αξιόπιστο αλλά και ρεαλιστικό εγχείρημα μετεξέλιξης της Ένωσης στην παρούσα πολιτική συγκυρία. Δεδομένων των δυσχερειών που υπάρχουν σε αρκετές χώρες για την επικύρωσή της, θα προωθηθεί πιθανότητα κάποια άλλη λύση με βάση τις εναλλακτικές προτάσεις που έχουν ήδη διατυπωθεί το τελευταίο διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να εξεταστεί και η εγκατάλειψη της λέξης «Σύνταγμα», εάν μια πιο «σεμνή» διατύπωση θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το σκοπό μας.
Πάντως, η οποιαδήποτε λύση θα πρέπει να διατηρήσει τον σκληρό πυρήνα του κειμένου, συμπεριλαμβανομένων των αξιών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης, καθώς και των καινοτομιών που επιφέρει τη Συνταγματική Συνθήκη στο επίπεδο των θεσμών (π.χ. Πρόεδρος Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Υπουργός Εξωτερικών, κατάργηση των τριών πυλώνων), στο επίπεδο των διαδικασιών (π.χ. διεύρυνση της συναπόφασης και της ειδικής πλειοψηφίας, νομοθετική πρωτοβουλία των πολιτών) καθώς και των νέων αρμοδιοτήτων της Ένωσης (π.χ. τουρισμός, αθλητισμός).
Ασφαλώς, δεν θα μπορούσαν να τεθούν σε διαπραγμάτευση τα στοιχεία πάνω στα οποία θα βασιστεί η συνέχιση της ευρωπαϊκής ενοποίησης στις επόμενες δεκαετίες. Στόχος μας πρέπει να είναι όχι μια οποιαδήποτε Ευρώπη αλλά μια ισχυρή Ευρώπη εμπλουτισμένη με θεσμούς και πολιτικές που θα την καθιστούν ικανή να ανταποκριθεί στις καθημερινές ανησυχίες των πολιτών της και στις παγκόσμιες προκλήσεις.
|