Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 
Ν.ΣΗΦΟΥΝΑΚΗΣ: Φίλες και φίλοι το θέμα που συζητούμε σήμερα, βρίσκεται στην επικαιρότητα με μάλιστα με ένα πολύ έντονο τρόπο, όπως πολύ σωστά επεσήμανε πριν και ο Γιάννης ο Κονιδάρης, ο οποίος το γνωρίζει σε βάθος, γνωρίζει τις προεκτάσεις και κυρίως τις νομικές του πτυχές, γνωρίζει τέλος τον εσωτερικό χώρο της εκκλησίας και τους κανόνες που τη διέπουν. Είναι νομίζω σαφές ότι εγώ δεν είμαι γνώστης αυτών των θεμάτων. Εγώ βλέπω τα πράγματα από καθαρά πολιτική σκοπιά, ως πολιτικός που είναι η αλήθεια ότι έχει ασχοληθεί κάπως περισσότερο με το ζήτημα στο οποίο αναφερόμαστε και ο οποίος, από την άλλη την πλευρά, έχει δικαίωμα αλλά κυρίως χρέος να διατυπώνει τις προτάσεις του, ανεξάρτητα μάλιστα από τη σημερινή ή τη μελλοντική πολιτική συγκυρία. Δυστυχώς θα συμφωνήσω με τον προλαλήσαντα, ότι τα θέματα της διοικητικής, της νομικής ακόμα και της οικονομικής συνύπαρξης του κράτους και της εκκλησίας, συζητιούνται στην χώρα μας τα τελευταία 31 χρόνια τουλάχιστον, δηλαδή από τη μεταπολίτευση και μετά, μόνο όταν το θερμόμετρο για κάποιος λόγους ανεβαίνει κι αυτό το γεγονός βέβαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί θετικό. Σίγουρα η χώρα μας και ο λαός μας, συνδέθηκαν στενά με την εκκλησία, με την ορθόδοξη εκκλησία, κυρίως στα χρόνια της ανυπαρξίας του ελληνικού κράτους, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Είναι γεγονός ότι η εκκλησία και ειδικότερα ο κατώτερος κλήρος την περίοδο αυτή λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος του ελληνισμού παίζοντας σημαντικό ρόλο στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης, της γλώσσας, των ηθών και των εθίμων του ελληνικού λαού. Αυτός ήταν και ο ρόλος της και στα χρόνια του αγώνα της ανεξαρτησίας που έγινε «για την πατρίδα και για την θρησκεία, για την τιμή» όπως ακριβώς λέει ο Μακρυγιάννης, ενός αγώνα που οδήγησε στην ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Με την έλευση των Βαυαρών και την εγκατάσταση του Όθωνα στο θρόνο, εγκαινιάζεται η παράλογη θεσμική συνύπαρξη του κράτους με την εκκλησία, η οποία με το γνωστό διάταγμα του 1933 μεταβάλλεται σε κρατικό εξάρτημα, με αρχηγό μάλιστα τον Ρωμαιοκαθολικό βασιλιά. Αυτό το καθεστώς, παρά τις νομικές τροποποιήσεις που κατά καιρούς επιχειρήθηκαν, διατηρήθηκε στην ουσία του αλώβητο 100 ολόκληρα χρόνια. Η εκκλησία απώλεσε τον πνευματικό καθοδηγητικό της ρόλο, μεταβλήθηκε σε υποχείριο της εξουσίας και κατά καιρούς υπηρέτησε πολιτικές σκοπιμότητες. Οι απλοί κληρικοί βέβαια δεν αποκόπηκαν, δεν έχασαν την επαφή τους με τον κόσμο. Στη διάρκεια μάλιστα του Β΄ Παγκοσμίου και στα χρόνια της αντίστασης, είδαμε ξανά τον παπά στο πλευρό του ελληνικού λαού που αντιστεκόταν. Δεν είναι τυχαίο ότι στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ ήταν ενταγμένη η συντριπτική πλειοψηφία του κλήρου. Των παπάδων όμως. Γιατί αν υπήρχαν και κάποιοι από τους δεσποτάδες, αν βγήκαν κάποιοι απ’ αυτούς στο βουνό, το έπραξαν υπακούοντας στη λογική ότι βρίσκονταν στο επίκεντρο των γεγονότων και ότι έπρεπε και με την βία να πάρουν μία θέση. Αυτή όμως η λογική όσο και φυσική συνύπαρξη του παπά με τον λαό με τον οποίο συνταυτίζεται, έπαψε ουσιαστικά να υπάρχει από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και μετά, όταν πλέον εγκαταστάθηκε στη χώρα μας το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος, που πρόβαλε ως υπέρτατη αξία και ως ισχυρό κανόνα για τη λειτουργία της ελληνικής πολιτείας το γνωστό τρίπτυχο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια». Το σύνθημα αυτό έγινε ο ιδεολογικός ακρογωνιαίος λίθος του δεξιού κράτους. Του ίδιου κράτους το οποίο στη συνέχεια καθυπόταξε απόλυτα όχι μόνο τον απλό παπά αλλά και ολόκληρο το μηχανισμό της εκκλησίας, ο οποίος ευθυγραμμίστηκε με τη λογική των νικητών του εμφυλίου και χρησιμοποιήθηκε συχνά ως εργαλείο ιδεολογικής επιβολής. Η υποταγή αυτή είχε βέβαια κάποια ανταλλάγματα. Η εκκλησία γνώρισε προνόμια, ο ανώτερος κλήρος απέκτησε δύναμη και πρόσβαση στους μηχανισμούς της εξουσίας ή της παραεξουσίας και οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, που δημιουργήθηκαν ακριβώς εκείνη την εποχή, προετοίμασαν τη γέννηση ενός ιδιότυπου εκκλησιαστικού παρακράτους. Συνομολογήθηκε έτσι μια αμαρτωλή σχέση κράτους και εκκλησίας που γνώρισε τη χειρότερή της ώρα στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας. Βεβαίως ήρθε η μεταπολίτευση που ήταν λυτρωτική για την Ελλάδα. Και θα μπορούσε να αποδειχτεί η μεγάλη ευκαιρία για το κράτος και την εκκλησία να αναθεωρήσουν το θανάσιμο εναγκαλισμό τους και να αποκτήσουν επιτέλους ισότιμους και διακριτούς ρόλους. Ήταν μια συγκυρία που αν την είχαν εκμεταλλευτεί τότε οι ιθύνοντες, αυτοί που είχαν την πολιτική ευθύνη και όσοι από την εκκλησία είχαν πραγματικά την διάθεση να αποτινάξουν μια παρά φύση σχέση, θα είχαν πάρει άλλη κατεύθυνση τα πράγματα και θα είχαν ίσως αποτραπεί η μεγάλες κρίσεις του 1987 και του 2000, καθώς και οι σημερινές δυσάρεστες εξελίξεις. Το 1974, ύστερα από την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών η Πολιτεία αποφάσισε ότι ο στρατός, ο οποίος παρεξέκλινε από τη λειτουργία του, έπρεπε να επιστρέψει, οριστικά πια, στους στρατώνες. Και λέω οριστικά, γιατί και πριν από την απριλιανή δικτατορία οι στρατιωτικοί είχαν πραγματοποιήσει σωρεία επεμβάσεων στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι εκτροπές αυτές από το δημοκρατικό πολίτευμα ήταν τόσο συχνές ώστε δεν συνιστούσαν καν έκπληξη για τους Έλληνες που, υποσυνείδητα, ίσως είχαν αποδεχτεί ότι αποτελούν αναπόφευκτο μέρος των πολιτικών εξελίξεων. Σε καιρούς πολιτικών κρίσεων μάλιστα, κάποιοι άφρονες χρησιμοποιούσαν την παροιμιώδη φράση «δεν θα βρεθεί ένας λοχίας τέλος πάντων να συνετίσει την πολιτική και τους πολιτικούς;» Η Πολιτεία λοιπόν, το 1974, δεν ζήτησε από το διαβρωμένο τότε από τη δικτατορία στρατό να κάνει «αυτοκάθαρση», μέσω των μηχανισμών της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Οδήγησε τους πραξικοπηματίες και τους συνεργάτες τους, όχι στο στρατοδικείο αλλά σε πολιτικό δικαστήριο. Μ’ αυτό τον τρόπο η Πολιτεία επέβαλε την κάθαρση, ανεξάρτητα αν κάποια σοβαρά ολισθήματα, όπως το περιβόητο «στιγμιαίο», περιόρισαν την έκτασή της και άφησαν ατιμώρητους αρκετούς συνεργάτες του καθεστώτος. Σε κάθε περίπτωση πάντως υπήρξε απονομή δικαιοσύνης και η Ελληνική Πολιτεία οδήγησε οριστικά το στρατό, ο οποίος για πολλές δεκαετίες υπήρξε καθοριστικός παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων, στους στρατώνες. Δηλαδή στο χώρο των πραγματικών του καθηκόντων που είναι η προάσπιση της ακεραιότητας της χώρας. Από τότε υπάρχει μια υποδειγματική λειτουργία του στρατού σε σχέση με την λειτουργία της πολιτείας μέσα στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό δυστυχώς δεν έγινε στην εκκλησία. Και δεν έγινε, γιατί η ελληνική πολιτεία ήταν ανώριμη να το κάνει. Η λογική που επικράτησε τότε στις πολιτικές δυνάμεις ήταν ότι δεν είναι κατάλληλες οι συνθήκες για το «χωρισμό κράτους – εκκλησίας», στον οποίο επί της αρχής έδειχναν όλοι να συμφωνούν. Στην πραγματικότητα, η συντηρητική πολιτική παράταξη που καθοδηγούσε τότε τις εξελίξεις, δεν θα ήθελε να θιγεί ουσιαστικά το προδικτατορικό δόγμα «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια», το οποίο της εξασφάλιζε μια ιδεολογική συγγένεια και μια άτυπη πολιτική συμμαχία με το χώρο της εκκλησίας. Ήρθε στη συνέχεια το 1981, όταν η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία υιοθέτησε το αίτημα της αλλαγής κι έφερε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Το ΄81 λοιπόν, όπως είπε πριν ο Γιάννης Κονιδάρης αναφερόμενος στη ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου για την ανάγκη διοικητικού διαχωρισμού του κράτους από την εκκλησία, έγινε μια σημαντική προσπάθεια να υπαχθούν κάποιες λειτουργίες σχετικές με την εκκλησία στη λογική του εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους και της προσαρμογής του στις αρχές και στην πρακτική που ισχύουν για το θέμα αυτό σ’ όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, 200 χρόνια τώρα από την εποχή δηλαδή της Γαλλικής Επανάστασης. Ακόμα και στη πολύ θρησκευόμενη Ιταλία, από το «Κονκορδάτο» του 1929 και μέχρι το 1984, υπήρξε πλήρης απογαλακτισμός. Αντλώντας από τη νομοθεσία των χωρών της δυτικής Ευρώπης, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά παραδείγματα του τι εννοούμε με τον όρο «διοικητικός διαχωρισμός» του κράτους από την εκκλησία. Στο πλαίσιο αυτό πάρθηκαν τότε τολμηρές πρωτοβουλίες, όπως η καθιέρωση του πολιτικού γάμου και η ψήφιση του λεγόμενου «αυτόματου διαζυγίου» που προσέκρουε επί πολλά χρόνια σε υπερσυντηρητικές αιτιάσεις. Αντιδράσεις για τα βήματα αυτά υπήρξαν και τότε. Το 1981 όμως το πλειοψηφικό ρεύμα που στήριζε την κυβέρνηση ήταν τόσο ισχυρό, ώστε δεν πραγματοποιήθηκαν από την πλευρά της εκκλησίας εκδηλώσεις ανάλογες του 1987 και του 2000. Υπήρξαν βέβαια κάποιες σκληρές οργανώσεις που αντιστάθηκαν, ένα μέρος του συντηρητικού Τύπου αντιδρούσε, ενώ σημειώθηκαν και κάποιες περιορισμένες εκδηλώσεις, που θα τις χαρακτηρίζαμε γραφικές, μπροστά από τη Βουλή όταν ψηφιζόταν οι νόμοι που καθιέρωναν τον πολιτικό γάμο και το αυτόματο διαζύγιο. Ειδικά για το τελευταίο, ήταν χαρακτηριστικός ο υποκριτικός «θρησκευτικός» συντηρητισμός των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας γιατί ήταν ένα γενναίο κοινωνικό μέτρο που επέτρεπε σε ανθρώπους που συμβιούσαν δεκαετίες ολόκληρες και είχαν κάνει καινούργιες οικογένειες, να νομιμοποιήσουν τις σχέσεις τους και τα παιδιά τους. Ο Ανδρέας Παπανδρέου λοιπόν με την δύναμη και την αδιαμφισβήτητη λαϊκή αποδοχή που είχε εκείνη την εποχή κατόρθωσε να πραγματοποιήσει αυτές τις σπουδαίες μεταρρυθμίσεις. Ήρθε όμως το 1987 και υπήρξε εκείνη η μεγάλη ρήξη για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας με αφορμή το νομοσχέδιο που προωθούσε στη Βουλή ο Αντώνης Τρίτσης, ως αρμόδιος Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ήταν μια κρίση που κατ΄ άλλους θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Κατά τη δική μου άποψη ήταν αναπόφευκτη, γιατί μπορεί μεν να υπήρχε ο αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ που έδειχνε ότι θέλει να κρατήσει ανοιχτούς τους διαύλους διαλόγου με την κυβέρνηση, πίσω όμως από εκείνον λειτουργούσε μια τρόικα μητροπολιτών η οποία ουσιαστικά όξυνε τα πνεύματα και δυναμίτιζε την κατάσταση. Άλλωστε, όπως πιστεύω και η θέση του ίδιου του Σεραφείμ ήταν ευθυγραμμισμένη με τη λογική που επικρατούσε στα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να αλώσει τα ιερά και τα όσια της εκκλησίας και ότι η εκκλησιαστική περιουσία είναι ένα θέμα που αφορά την ίδια και κανένα άλλο. Το πράγμα βέβαια δεν ήταν ακριβώς έτσι. Γιατί το θέμα δεν ήταν η αμφισβήτηση της περιουσίας που κατέχει η εκκλησία ύστερα, κυρίως, από το 1831, το πώς αποκτήθηκε, με ποιους τίτλους και με ποιες διαδικασίες. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα, το οποίο δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι κι εγώ ο ίδιος το κατέχω. Το σημαντικό θέμα τότε αφορούσε κυρίως την αγροτική περιουσία και κυρίως τους βοσκότοπους. Υπάρχουν νησιά της Ελλάδας, μπορώ να το επιβεβαιώσω και από την εμπειρία μου, όπου περίπου η συντριπτική πλειοψηφία της μη καλλιεργήσιμης γης αγροτικής γης που είναι οι βοσκότοποι, ανήκει κυρίως στα μοναστήρια, και μάλιστα μεγάλο μέρος της ανήκει στις μονές του Αγίου Όρους. Η διάθεση αυτής της γης στους κτηνοτρόφους από την πλευρά των μοναστηριών και της εκκλησίας γινόταν με διάτρητους διαγωνισμούς και με επαχθείς κάποτε όρους, έτσι που ήταν δύσκολο στους κτηνοτρόφους να αντεπεξέλθουν. Η κτηνοτροφία μας όμως βασιζόταν στην ύπαρξη των βοσκοτόπων και στο σημείο αυτό δεν μπορούσε να βρεθεί λύση. Φτάσαμε έτσι, ύστερα από τα γνωστά γεγονότα, στην ψήφιση του νόμου, που απ’ ότι φαίνεται δεν είχε στην πράξη τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η κρίση εκείνη όμως επανέφερε σε συζήτηση το θέμα του «διαχωρισμού» κράτους και εκκλησίας, το οποίο επανήλθε πιο επιτακτικά ύστερα από την «κρίση των ταυτοτήτων» το 2000, τα γεγονότα της οποίας είναι τόσο πρόσφατα που δεν χρειάζεται νομίζω να τα υπενθυμίσω. Η ουσία αυτής της κρίσης ήταν η πρωτοφανής διεκδίκηση της νέας ηγεσίας της εκκλησίας να καθορίζει θέματα της αποκλειστικής αρμοδιότητας του κράτους, επικαλούμενη τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη», εκμεταλλευόμενη το αγνό θρησκευτικό αίσθημα μιας μερίδας του κόσμου και ξαναφέρνοντας σε χρήση τα σκουριασμένα ιδεολογικά όπλα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Μ’ άλλα λόγια ηγεσία της εκκλησίας, χρησιμοποιώντας μάλιστα σύγχρονα επικοινωνιακά τρυκ, δεν δίστασε να διχάσει τους Έλληνες προκειμένου ν’ αποκτήσει ρόλο στο πολιτικά πράγματα της χώρας. Το χειρότερο είναι ότι στην προσπάθειά της αυτή είχε σύμμαχο τη συντηρητική παράταξη, που απέβλεπε φυσικά στις ψήφους των δυσαρεστημένων πιστών. Οι προθέσεις της εκκλησιαστικής ηγεσίας έγιναν φανερές και στα χρόνια που ακολούθησαν, πριν και μετά την πολιτική επικράτηση της «της δεξιάς του Κυρίου». Τα πρόσφατα γεγονότα ωστόσο ξεσκέπασαν σ’ όλο τους το μεγαλείο τα σχέδια αυτά και αποκάλυψαν όχι μόνο το μέγεθος της ηθικής κρίσης στο χώρο της εκκλησίας, αλλά και τη δράση στους κόλπους της ενός ιδιότυπου παρακρατικού μηχανισμού που έλκει την καταγωγή του από τη νοοτροπία και τις πρακτικές των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων του παρελθόντος που ήθελαν την εκκλησία μοχλό ιδεολογικής επιβολής και συμμέτοχο της εξουσίας. Ο αντίκτυπος των πρόσφατων γεγονότων ήταν τέτοιος, ώστε η κοινή γνώμη άρχισε να αποδέχεται τη ιδέα, με συντριπτική πια πλειοψηφία, και θεωρεί ότι ωρίμασε το αίτημα για το «διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας». Η αλήθεια είναι ότι η έκφραση «διαχωρισμός εκκλησίας – κράτους» δεν είναι και η σωστή. Τι θα πει αλήθεια διαχωρισμός εκκλησίας – κράτους; Πρόκειται απλώς για μια περιγραφική έκφραση που επικράτησε και που αναφέρεται σε μια σειρά συγκεκριμένων διαδικασιών. Μια σωστή ίσως έκφραση θα ήταν «διακανονισμός των ευθυνών που έχει το κράτος ως προς την εκκλησία ή ως και προς άλλους μαζικούς φορείς που εκφράζονται μέσα από συγκεκριμένους τομείς δραστηριοτήτων». Ο διακανονισμός αυτός θα απαλλάξει τους δυο κορυφαίους θεσμούς από το μακροχρόνιο θανάσιμο εναγκαλισμό τους και θα τους αποδώσει τους διαφορετικούς, ισότιμους αλλά πλήρως διακριτούς ρόλους οι οποίοι εν τέλει τους ανήκουν. Η εκκλησία θα απαλλαγεί επιτέλους από την κρατική κηδεμονία και θα αφεθεί απερίσπαστη στο πνευματικό, φιλανθρωπικό και ποιμαντικό της έργο, χωρίς να εμπλέκεται πλέον ως κρατική αρχή σε θέματα διαχείρισης πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων πρέπει να αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους. Η απόδοση των διακριτών ρόλων είναι μια επιβεβλημένη νομική διαδικασία εκσυγχρονισμού της αποστολής και των αρμοδιοτήτων του κράτους και της εκκλησίας και βέβαια δεν συνιστά καμία απολύτως απειλή απέναντι στην ορθοδοξία ή στις παραδόσεις του γένους, όπως οι υπερσυντηρητικοί θρησκευτικοί κύκλοι ισχυρίζονται. Μπορεί η διευθέτηση αυτή να στερήσει από την εκκλησία το χαρακτήρα της κοσμικής παραεξουσίας που σήμερα διεκδικεί, θα της προσδώσει ωστόσο ανεξαρτησία, μεγαλύτερη πνευματικότητα και ουσιαστικότερη κοινωνική επιρροή. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το θέμα μπορεί να λυθεί μόνο με αναθεώρηση του Συντάγματος. Χάσαμε την ευκαιρία, τονίζουν και πρέπει να περιμένουμε την επόμενη αναθεώρηση. Σας θυμίζω ότι το Σύνταγμα επιτάσσει ότι για να γίνει αυτό πρέπει, αφού αποφασιστεί, να παρεμβάλλεται άλλη μία βουλευτική περίοδος. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, γιατί αρκετά θέματα που έχουν να κάνουν με το πρόβλημα που συζητούμε μπορούμε να τα επιλύσουμε νομοθετικά. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Οι Έλληνες –όπως ξέρετε- έχουν την κακή συνήθεια πάνω στα νεύρα τους να υβρίζουν τα θεία. Αυτό πού ίσως δεν ξέρετε είναι ότι αυτό αποτελεί ποινικό αδίκημα. Αν λοιπόν εγώ μαλώσω με το Γιάννη τον Κονιδάρη και πάνω στη λογομαχία προχωρήσω σε ύβρη των θείων, ένας περαστικός αστυνομικός μπορεί να με παραπέμψει και να δικαστώ σύμφωνα με το άρθρο 285 του Ποινικού Κώδικα. Αντίθετα, αν υβρίσω τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα μείνω ατιμώρητος. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα. Όπως αντιλαμβάνεστε δεν χρειάζεται Συνταγματική αναθεώρηση για να αλλάξει μια σειρά από παρόμοια απλά πράγματα, υπό το πρίσμα μιας εκσυγχρονιστικής –όσο κι αν η λέξη δεν είναι της μόδας- λογικής. Το μείζον ζήτημα λοιπόν σήμερα, το οποίο και είναι κυρίαρχο στην πολιτική μας ζωή, δεν είναι να συζητήσουμε το πώς θα γίνει ο διαχωρισμός και τι είδους θα είναι αυτός. Σήμερα το θέμα, τουλάχιστον έτσι όπως τίθεται από την συμπεριφορά της σημερινής ηγεσίας της εκκλησίας, είναι ένα θέμα βαθιά πολιτικό. Αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν είναι μια κρίση της εκκλησίας. Είναι μια κρίση της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και το θέμα είναι πολιτικό και οι λύσεις που θα δοθούν θα πρέπει να είναι πολιτικές. Δεν πρέπει να είναι λύσεις ανάλογες του 1981, όταν προχωρήσαμε και μετά κάναμε πίσω. Δεν μπορεί η ηγεσία της εκκλησίας να χρησιμοποιεί το βήμα που έχει στη διάθεσή της και το οποίο προορίζεται για τη διάδοση του θείου λόγου, να το χρησιμοποιεί για να επεμβαίνει στην πολιτική ή για να διχάζει τους Έλληνες. Γι’ αυτό χρειάζεται σήμερα μια –καθυστερημένη έστω- μεταπολίτευση στο χώρο της εκκλησίας. Όπως ο στρατός το ’74 μπήκε μέσα στους στρατώνες, έκλεισε τις πόρτες και ασχολείται μετά του οίκου του, το ίδιο πρέπει να γίνει με την εκκλησία. Θα μπει μέσα στους ναούς η ηγεσία της εκκλησίας, θα κλείσει τις πόρτες και θα βγαίνει στον άμβωνα και θα διδάσκει τον λόγο του Θεού. Θα είναι πράγματι ο χώρος εκείνος όπου θα πηγαίνει ο κάθε ταπεινός πολίτης και θα έχει την αγάπη, την συμπόνια, την συμπαράσταση του παπά, ο χώρος που θα τον βοηθά να πηγαίνει σ’ ένα κόσμο όπου δεν μπορεί να τον οδηγήσει η καθημερινότητα. Άρα ο διαχωρισμός των ρόλων κράτους και εκκλησίας πρέπει να γίνει άμεσα και να ξεκινήσει και τώρα, έστω και από σημεία πολύ μικρής σημασίας, όπως αυτά που σας ανέφερα πριν. Και φυσικά να γίνει η κατάλληλη προετοιμασία για το πολύ μεγαλύτερα θέματα, αυτά που απαιτούν Συνταγματική αναθεώρηση. Η πρόταση που καταθέσαμε οι 53 Βουλευτές πριν από 8 χρόνια για την κατάργηση της παρουσίας της εκκλησίας στην εγκαθίδρυση των πολιτειακών αρχόντων, δεν είναι τίποτα διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης. Στην βαθιά θρησκευόμενη Ιταλία, στην βαθιά θρησκευόμενη Ισπανία, στην Γερμανία, στην Γαλλία δεν υπάρχει όρκος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ορκίζεται, αλλά δίνει διαβεβαίωση, στον Πρόεδρο της Βουλής και στους Βουλευτές. Το ίδιο ισχύει και με τις κυβερνήσεις όταν αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους. Δεν ορκίζονται. Υπογράφουν ένα πρωτόκολλο ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Άλλωστε και η παρουσία της εκκλησίας στην ορκωμοσία των πολιτειακών και πολιτικών αρχών στη χώρα μας δεν προβλέπεται πουθενά στο Σύνταγμα. Αποτελεί εθιμικό δίκαιο το οποίο όμως σηματοδοτεί μια λογική συνύπαρξης και, κατά προέκταση, μια παράδοση άτυπης συνδιοίκησης. Ελπίζω ότι οι επισημάνσεις που έκανα θα φανούν χρήσιμες στο σημερινό μας διάλογο. Σταματώ εδώ για να μη κάνω κατάχρηση του χρόνου. Σας ευχαριστώ.