Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

 

Ο Ευρωβουλευτής Νίκος Σηφουνάκης συμμετείχε στην Πανελλήνια Συνάντηση του Δικτύου για την Βιομηχανική Κληρονομιά που διοργανώθηκε από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Ευεργέτουλας, το Δήμο Ευεργέτουλα και το Δήμο Πλωμαρίου σε συνεργασία με το Κ.Π.Ε. Νάουσας,  την Παρασκευή 9 Μαρτίου στο Πλωμάρι.
Η  εκδήλωση  πραγματοποιήθηκε  υπό την αιγίδα της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της οποίας ο κ. Σηφουνάκης είναι Πρόεδρος.
Στην ομιλία του με θέμα «Η Βιομηχανική Κληρονομιά στο Βόρειο Αιγαίο» ο κ. Σηφουνάκης μεταξύ των άλλων τόνισε:
«Η βιομηχανική αρχιτεκτονική κληρονομιά αποτελεί ένα σημαντικό, αν και έως πρόσφατα σχετικά παραγνωρισμένο κομμάτι της νεοελληνικής μας παράδοσης και συνείδησης. Στα κατάλοιπα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του Αιγαίου περιγράφονται τα διαδοχικά στάδια της εκβιομηχάνισής του από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Ο αρχιτεκτονικός πλούτος της μορφής και των υλικών τους τα καθιστά μοναδικά δείγματα πολυμορφίας και ανθρώπινου μέτρου.
Στα μικρά νησιά του νοτίου Αιγαίου καταγράφονται κυρίως βιοτεχνικές μονάδες παραδοσιακής τεχνογνωσίας, όπως είναι η κεραμοποιία στην Σίφνο. Σημαντική παρουσία σε όλο το Αρχιπέλαγος είχε η ναυπηγική. Από τα μέσα του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε η μεταλλευτική δραστηριότητα με  χαρακτηριστικές περιπτώσεις τα θειωρυχεία της Μήλου, τα μεταλλεία σμύριδας στη Νάξο  και σιδήρου στη Σέριφο.
Μοναδική περίπτωση καπιταλιστικής ανάπτυξης στον ελληνικό χώρο υπήρξε η Ερμούπολη, η οποία στα τέλη του 19ου αιώνα άκμασε χάρη στη βιομηχανία και την ατμηρή ναυτιλία. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε το ιστορικό Νεώριο, ένα από τα παλαιότερα μηχανουργεία της Ελλάδας, ενώ στη βιομηχανική ζώνη της πόλης κυριαρχούσαν τα κλωστοϋφαντουργεία και τα μηχανουργεία.
Την ίδια περίοδο (1880-1912), κάτω από τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε μια κρατική πολιτική κινήτρων, συγκροτήθηκε το βασικό σώμα της βιομηχανίας στο τουρκοκρατούμενο ανατολικό Αιγαίο. Η Λέσβος, η Σάμος και η Χίος είχαν το κατάλληλο μέγεθος, τον πληθυσμό και τις πρώτες ύλες για να οργανώσουν συστηματικά την κατεργασία του δέρματος, την επεξεργασία της ελιάς, τη καπνοβιομηχανία, τη σαπωνοποιία, την οινοποιία, και τη ναυπηγική. Επιπλέον είχαν το πλεονέκτημα της άμεσης σύνδεσης με τις βιομηχανοποιημένες περιοχές της Μικρά Ασίας, και με τις αγορές της Ανατολής και των Βαλκανίων.
Από το σύμπλεγμα των νησιών της περιοχής, η Λέσβος αποτέλεσε το μοναδικό δείγμα εντατικής εκβιομηχάνισης κατά κύριο λόγο στον τομέα της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου. Σε απογραφή του 1913 έχουν καταγραφεί 162 μηχανικά βιομηχανικά καταστήματα. Το φαινόμενο αυτό ενισχύθηκε από την έντονη συνεταιριστική δραστηριότητα που ανέπτυξε ο λαός της Λέσβου που είχε σαν αποτέλεσμα την εντυπωσιακή είναι η διασπορά των βιομηχανικών κτιρίων στο λεσβιακό χώρο. Η σημαντικότερη βιομηχανία που αναπτύχθηκε στη Σάμο και στη Χίο στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν η κατεργασία του δέρματος. Σύμφωνα με την απογραφή του 1920, στο Καρλόβασι της Σάμου λειτουργούσαν 47 εργοστάσια βυρσοδεψίας.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, τα δεδομένα άλλαξαν δραματικά για τη βιομηχανία των νησιών. Πρώτα πλήττονται τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τα οποία αποκομμένα από τη μικρασιατική τους ενδοχώρα, δεν μπόρεσαν να ανταγωνιστούν τις βιομηχανίες της παλαιάς Ελλάδας. Σταδιακά οι νησιώτες επιχειρηματίες μεταφέρθηκαν στον Πειραιά που συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις για μια νέα δυναμική βιομηχανική ανάπτυξη. Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, και η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση που ακολούθησε, οδήγησε στην παρακμή και εγκατάλειψη το μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στο Αιγαίο.

Τα παλαιότερα κτίσματα, όπως είναι το μοναδικό προβιομηχανικό χειροκίνητο ελαιοτριβείο που σώζεται στη Λέσβο, στον μικρό οικισμό Κουκμίδου, ακολουθούν την τοπική αρχιτεκτονική παράδοση των αγροτικών κατασκευών. Στα πρώτα χρόνια της εκβιομηχάνισης οι εγκαταστάσεις ήταν μικρές και εξυπηρετούσαν περισσότερες από μία συγγενείς λειτουργίες. Στην ακμή όμως της βιομηχανικής ανάπτυξης κατασκευάσθηκαν μεγάλες εξειδικευμένες βιομηχανικές μονάδες που δανείσθηκαν αρχιτεκτονικά στοιχεία των χωρών από τις οποίες εισήγαγαν τεχνογνωσία και μηχανήματα Τα κτίρια που προέκυψαν είναι φτωχότερα μορφολογικά από τα ευρωπαϊκά τους πρότυπα αλλά με ζηλευτές κλίμακες και αναλογίες. Δε λείπουν βέβαια και τα κτίρια που χτίσθηκαν από ξένους μηχανικούς, με μηχανολογικές και αρχιτεκτονικές μελέτες των εταιρειών που προμήθευαν το μηχανολογικό εξοπλισμό, όπως είναι το βυρσοδεψείο του Γεώργιου Νικολάου στο Καρλόβασι της Σάμου (κατασκευή 1912) και το Νεώριο της Ερμούπολης (κατασκευή 1860).

Τα κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά αυτής της αρχιτεκτονικής είναι η αυστηρή γεωμετρική μορφή, η χρήση συμμετρίας στη διαμόρφωση των όψεων η δίρριχτη στέγη με το αέτωμα, το οποίο φέρει έναν ή περισσότερους φεγγίτες, τοξωτούς ή κυκλικούς, Ochio di Bue – «μάτι του βοδιού».
Οι κατασκευές είναι στιβαρές και επιμελείς. Οι εξωτερικές τοιχοποιίες κατασκευάζονταν από λιθοδομή με τοπικό λίθο, η οποία μένει συνήθως ανεπίχριστη. Από λαξευμένους λίθους διαμορφώνεται η πλαισίωση των ανοιγμάτων και οι γωνίες των κτιρίων. Ευρύτατη είναι η χρήση συμπαγών οπτοπλίνθων στη στέψη του κτιρίου καθώς και σε καίρια σημεία της τοιχοποιίας. Από συμπαγή τούβλα είναι κατασκευασμένες συνήθως και οι υψικάμινοι. Η στέγη, τα κουφώματα και τα δάπεδα κατασκευάζονται από ξυλεία υψηλής αντοχής. Οι διεργασίες που απαιτούν τη χρήση νερού, όπως η βυρσοδεψία και η σαπωνοποιία, έκαναν επιτακτική τη χωροθέτηση των εγκαταστάσεων που τις εξυπηρετούν σε παράκτιες ζώνες. Για την προστασία από την υγρασία, στην κατασκευή των θεμελίων χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές πορσελάνη, ένα υλικό που για την εποχή είχε πρωτοπόρες μονωτικές ιδιότητες.
Το κοινό αυτό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο εμπλουτίζεται ενίοτε από τοπικές κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες. Στην νεοκλασική Ερμούπολη τα τοξωτά ανοίγματα και οι μαρμάρινες όψεις που χαρακτηρίζουν τις αστικές κατοικίες εμφανίζονται μερικές φορές και στα εργοστάσια. Στη Λέσβο, ένα συνηθισμένο «δάνειο» από την παραδοσιακή οικοδομική παράδοση είναι η ενίσχυση της τοιχοποιίας με ξυλοδεσιές και η κατασκευή των τελευταίων ορόφων από τσατμά, μια μικτή κατασκευή από ξύλο, πέτρα και κονίαμα, που περιείχε κουρασάνι. Τέλος προσδιοριστική του χαρακτήρα των όψεων είναι η τοπική μορφολογική παράδοση των αρμολογημάτων.

Σε κάθε περίπτωση, η αρχιτεκτονική των βιομηχανικών κτιρίων είναι καθαρά ορθολογική, όπου η φόρμα ακολουθεί τη λειτουργία. Για παράδειγμα τα ταμπάκικα στο Καρλόβασι της Σάμου έχουν ορθογωνική κάτοψη και επιμήκεις αναλογίες, έτσι ώστε καθώς βρίσκονται παραταγμένα κατά μήκος της ακτής, να έχουν όλα πρόσβαση σε αυτή από τη στενή τους πλευρά. Το σχήμα της κάτοψης, εξυπηρετεί επίσης τη γραμμική διαδοχή της επεξεργασίας του δέρματος. Στο ισόγειο γίνονταν τα αρχικά στάδια της κατεργασίας που απαιτούσαν μεγάλες ποσότητες νερού. Στον όροφο γινόταν η τελική μορφοποίηση, το στέγνωμα η διαλογή και η συσκευασία των δερμάτων.
Κατά την  πρώιμη περίοδο της εκβιομηχάνισης, η σαπωνοποίηση λάμβανε χώρα σε ένα μικρό βοηθητικό χώρο των ελαιοτριβείων. Μετά το 1880, άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα μεγάλα σαπωνοποιεία. Χωρίς την ανάγκη ελεύθερου χώρου και εκτεταμένων αποθηκών, τα σαπωνοποιεία διαρθρώνονται σε ένα κτίριο μεγάλων διαστάσεων, διώροφο ή τριώροφο, όπως είναι το σαπωνοποιείο Πούλια στο Πλωμάρι. Στο ισόγειο βρίσκονται τα γραφεία, οι αποθήκες, τα καζάνια σαπωνοποίησης και η συσκευασία του τελικού προϊόντος. Στους ορόφους τοποθετούνται τα ξηραντήρια. Τα πολλά και επιμήκη παράθυρα που χαρακτηρίζουν τις όψεις αυτών των βιομηχανικών κτιρίων, ήταν απαραίτητα για τη στερεοποίηση της ρευστής μάζας του σαπουνιού.
Τα ελαιοτριβεία είναι πάντοτε ισόγεια κτίρια. Τα μικρότερα, όπως κοινοτικό ελαιοτριβείο Πολιχνίτου, έχουν συγκεντρωμένες όλες τις λειτουργίες σε έναν όγκο. Στα μεγαλύτερα, τα οποία αποτελούν την πλειοψηφία, όπως το ελαιοτριβείο Θεοδοσιάδη στην Αγ. Παρασκευή και το Δημοτικό ελαιοτριβείο Αγιάσου, οι αποθήκες του ελαιοκάρπου, οι «μπατές»,  τοποθετούνται περιμετρικά από το κεντρικό κτίριο, δημιουργώντας πολλές φορές έναν εξωτερικό περίβολο. Η ανάγκη μεγάλης οικοπεδικής έκτασης είναι ένας λόγος για τον οποίο τα συγκροτήματα αυτά χτίσθηκαν έξω από τους οικισμούς.

Την τελευταία εικοσιπενταετία έχει εμφανιστεί στη χώρα μας ένα ισχυρό ρεύμα αξιοποίησης των ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων. Η Λέσβος είναι η πρώτη περιοχή της Ελλάδας, όπου οργανωμένα μπήκαν σε εφαρμογή έργα αποκατάστασης και επανάχρησης βιομηχανικών κτισμάτων. Από τη θέση του Νομάρχη, μαζί με τη συμπαράσταση και τη συνεργασία των τοπικών φορέων, το 1984 ξεκινήσαμε ένα πρωτοπόρο πρόγραμμα που περιλάμβανε την αγορά και αποκατάσταση τεσσάρων κοινοτικών ελαιοτριβείων και ενός σαπωνοποιείου τα οποία μετατράπηκαν σε χώρους πολιτισμού. Πρόκειται για τα κοινοτικά ελαιοτριβεία Μανταμάδου (1905-9), Αγίας Παρασκευής (1910) και Πολιχνίτου (1903-4) και το σαπωνοποιείο Πούλια στο Πλωμάρι (1880). Για το έργο αυτό είμαι ιδιαίτερα περήφανος, γιατί πιστεύω ότι κατάφερα κάτι παιδευτικά σπουδαίο. Ακολουθώντας το παράδειγμα αρκετοί ιδιώτες, αποκατέστησαν τα ιδιόκτητά τους βιομηχανικά κτίρια, δίνοντάς τους νέες χρήσεις. Αναφέρω το παράδειγμα του πυρηνελουργείου Μουζάλα στη Σκάλα Λουτρών, το βυρσοδεψείο Βονοφακίδη στη Παναγιούδα, η ραφινερία Τρύφωνος στο Μόλυβο, ο υδροκίνητος αλευρόμυλος «Τα Μυλέλεια». Χάρι στις ενέργειες αυτής της περιόδου σώθηκε ένα πλήθος εγκαταλελειμμένων και έως τότε απαξιωμένων ιστορικών κτιρίων αλλά και  το μεγαλύτερο μέρος από το μηχανολογικό τους εξοπλισμό.
Από τη θέση του Υπουργού Αιγαίου το 2001  ξεκίνησα ένα πρόγραμμα για τη συνολική διαχείριση του ιστορικού βιομηχανικού πλούτου. Μέσα σε αυτές τις δράσεις περιλαμβάνεται η καταγραφή του ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού των εργοστασίων, που έως τώρα δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο προσεκτικής και εξειδικευμένης προσέγγισης. Ακόμη ξεκίνησε  η δημιουργία του δικτύου ιστορικών βιομηχανικών τόπων του Αιγαίου που θα εκτείνεται από τη Λέσβο έως τη Σύρο και θα γίνει πυρήνας έρευνας και δράσης με απώτερο σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης».