Ως μια από τις πιο σύνθετες προσωπικότητες της νεότερης πολιτικής ιστορίας της χώρας, χαρακτήρισε τον αείμνηστο Αντώνη Τρίτση, ο Αναπληρωτής Υπουργός ΠΕΚΑ Νίκος Σηφουνάκης κατά την διάρκεια ομιλίας του σήμερα (Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011) σε εκδήλωση του Οργανισμού Διοίκησης και Διαχείρισης Πάρκου Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης «Αντώνης Τρίτσης» με θέμα : Αντώνης Τρίτσης - το όραμα, η προοπτική και η συνέχεια.
Όπως επεσήμανε ο Α. Τρίτσης «έζησε την εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων, συμβόλισε μια εποχή, διείδε και πρωτοπόρησε με τις πολιτικές για το περιβάλλον, τη χωροταξία και την πολεοδομία. Σχεδόν 30 χρόνια μετά οι στόχοι του εξακολουθούν να είναι στόχοι, με ένα ημιτελή σχεδιασμό και χωρίς να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι συνεχίζουμε τον οραματισμό του».
Σημείωσε πως «όπως συμβαίνει, όμως, με όλες τις προσωπικότητες που σημαδεύουν την εποχή τους ή τον τομέα της δράσης τους, ο Αντώνης Τρίτσης δεν θα είχε αναδειχθεί στην πολιτική προσωπικότητα που γνωρίσαμε χωρίς το πολεοδομικό και οικιστικό περιβάλλον της Αθήνας και της ελληνικής περιφέρειας της δεκαετίας του ’80 : Είναι η εποχή που ολοκληρώνεται ο μετεμφυλιακός μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την ανάγκη για επιβίωση των μικρών και μεσαίων πολυπληθών στρωμάτων του ελληνικού πληθυσμού θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την όποια λαϊκή, αρχιτεκτονική ή αισθητική παράδοση».
Ο κ. Σηφουνάκης ανέφερε πως «με την εφεύρεση της αντιπαροχής και την πολιτική της «οριζοντίου ιδιοκτησίας», το ελληνικό μετεμφυλιακό Κράτος – επί τρεις δεκαετίες από το ’50 έως το ’70 – «ευλογούσε» τον αφανισμό νεοκλασικών οικιστικών συνόλων και πόλεων, εξαιρετικής ομορφιάς, όπως Χαλκίδα, Νέο Φάληρο κλπ, και προωθούσε την αστυφιλία μεταβάλλοντας την περιφέρεια από χώρο ζωής σε χώρο νοσταλγίας. Το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο η δημιουργία μιας υδροκέφαλης πρωτεύουσας : η ανεπανόρθωτη αλλοίωση του αστικού και φυσικού περιβάλλοντος της Αθήνας, αλλά και των άλλων πόλεων της περιφέρειας, κατέστησε την ελληνική κοινωνία ανεκτικό και άβουλο θεατή της ασχήμιας που διαμορφωνόταν γύρω της. Στη συνέχεια, και όσο το βιοτικό επίπεδο των μεσαίων στρωμάτων αυξανόταν, η ανασφάλεια των προηγούμενων δεκαετιών αντικαταστάθηκε από το δικαίωμα συμμετοχής στην απόλαυση των αγαθών και τη βιασύνη που αυτό συνεπάγεται. Μια βιασύνη που γέμισε τη χώρα με παραθεριστικές κατοικίες αμφίβολης αισθητικής αξίας, αταίριαστες στο περιβάλλον, που κατέλαβαν ραγδαία τον τελευταίο ελεύθερο χώρο κάθε γόνιμου περιαστικού και παράκτιου τοπίου.»
Όπως τόνισε «σε αυτήν την εποχή και με αυτές τις επικρατούσες συνθήκες έρχεται ο Αντώνης Τρίτσης να θέσει, για πρώτη φορά, το περιβάλλον ως κορυφαίο θέμα του δημοσίου διαλόγου, να δημιουργήσει τις βάσεις του χωροταξικού σχεδιασμού για τους τότε νομούς της ελληνικής επικράτειας, να εντάξει στα σχέδια πόλεων ολόκληρες περιοχές ή να επεκτείνει τα σχέδια πόλεων όπως η Λάρισα ή το Ηράκλειο με την Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης, να διαμορφώσει το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας – το οποίο, μάλιστα, αναθεωρούμενο στα τέλη του Νοεμβρίου 2011 θα είναι νόμος του Κράτους – και να θίξει ζητήματα μεγάλων παρεμβάσεων στην πρωτεύουσα τα οποία είτε ολοκληρώθηκαν σχετικά πρόσφατα (όπως το τραμ ή η εν μέρει ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων) είτε πρόκειται να υλοποιηθούν στα επόμενα χρόνια (όπως οριστικοποίηση των μελετών για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου ή παρεμβάσεις στο φαληρικό δέλτα, στο Δημόσιο Σήμα κ.α.).»
Ο κ. Σηφουνάκης επεσήμανε πως «στη σημερινή συγκυρία, στοίχημά μας είναι να συνδέσουμε το σχεδιασμό του εθνικού χώρου με την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, να βελτιώσουμε την καθημερινότητα του πολίτη και τις σχέσεις του με το Κράτος και να προχωρήσουμε στις μεγάλες παρεμβάσεις που είναι απαραίτητες για την ανασυγκρότηση και τη βελτίωση του αστικού χώρου της πρωτεύουσας». Πρόσθεσε πως «αυτές είναι, άλλωστε, οι τρεις μεγάλες προτεραιότητές μας στο ΥΠΕΚΑ και μικρογραφία του πεδίου εφαρμογής τους είναι αυτό το Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης. Ένας χώρος που κάποτε ανήκε στη βασιλική περιουσία – συνδέεται, δηλαδή, με την ιστορία του Νεοελληνικού Κράτους – και που ακριβώς λόγω της τοποθεσίας του - στο σταυροδρόμι τριών δήμων της Δυτικής Αθήνας με έντονα προβλήματα υποβάθμισης – πρέπει να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει κατά τα πρότυπα των μητροπολιτικών πάρκων των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων». |