. . 4 |
|
|
Τις τελευταίες δεκαετίες, σε όλο τον κόσμο, το αστικό φαινόμενο λαμβάνει ηγεμονικές διαστάσεις : για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο αστικός πληθυσμός υπερτερεί αριθμητικά του πληθυσμού της υπαίθρου και η σύνθεση των πόλεων τείνει να εγκαταλείψει σταδιακά τη μονο–εθνική της ταυτότητα για μια πολύ-πολιτισμική ταυτότητα.
Η Αθήνα δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθεί από αυτές τις εξελίξεις. Τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα που κατευθύνθηκαν προς την πόλη και, ειδικότερα, προς το ιστορικό και εμπορικό της κέντρο και οι εσωτερικές μετακινήσεις των κατοίκων ασκούν επιπλέον πίεση σε ένα μοντέλο πόλης που η ανάπτυξή του ήταν ήδη προβληματική. Σύμφωνα με τις ενδείξεις που διαθέτουμε - οι οποίες, άλλωστε, θα επιβεβαιωθούν και με την επίσημη απογραφή του πληθυσμού που θα πραγματοποιηθεί το 2011- ο πληθυσμός των δήμων της Αττικής θα υπερδιπλασιαστεί στο διάστημα μιας μόλις γενιάς. Εάν δεν συνειδητοποιήσουμε τη σημασία αυτής της μεταβολής είναι αδύνατον να καταλάβουμε - πόσο μάλλον να προετοιμάσουμε - τον τρόπο που θα αναπτυχθεί η Αθήνα τις επόμενες δεκαετίες.
Οι όποιες παρεμβάσεις μας πρέπει να ξεκινήσουν από την ίδια τη δομή της πόλης και αυτό επιχειρούμε να κάνουμε με τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς ΑΘΗΝΑ Χ4 : η κατάργηση του «σταυρού» που σχηματίζουν οι ενδιάμεσοι δρόμοι 4 οικοδομικών τετραγώνων και η μετατροπή τους σε χώρους πρασίνου και αναψυχής είναι μια πράξη ανασυγκρότησης του δημοσίου χώρου και μια προσπάθεια ενσωμάτωσης της πολυπολιτισμικής ταυτότητας της Αθήνας σε αυτόν. Για τις δύσκολες περιοχές της Αθήνας, οι διαγωνισμοί αυτοί είναι κεφαλαιώδους σημασίας καθώς η ανασύσταση του δημοσίου χώρου και η χρήση του από τους πολίτες είναι πλέον ζήτημα ισοπολιτείας.
Στη μετά-ολυμπιακή εποχή δεν υπάρχει συνέχεια στο όραμα που δημιουργήθηκε για την Αθήνα 2004. Αποδείξαμε ότι εκείνο το εγχείρημα δεν ήμασταν ικανοί να το συνεχίσουμε και να ολοκληρώσουμε την πολυπόθητη ανάπλαση της πόλης που κακοποιήθηκε κατά τις δεκαετίες του ’50-’60. Όλοι μας, μετά το Σεπτέμβριο του 2004, επανήλθαμε στην προχειρότητα και στην εξυπηρέτηση του εφήμερου. Είμαστε συνυπεύθυνοι για την ποιότητα ζωής στην πόλη και εξαντλούμαστε στη διαχείριση της καθημερινότητας. Η Αθήνα και οι πόλεις μας που δομήθηκαν καθ’ ομοίωση της πρωτεύουσας, χρήζουν ριζικών πολιτικών.
Οι πόλεις αφηγούνται και αντανακλούν τις ανθρώπινες σχέσεις και δεν πρέπει να τις προσλαμβάνουμε ως γεωγραφικές ενότητες. Όσο γίνεται να επανέλθουμε στην ελληνική ιστορική πραγματικότητα όπου το σπίτι είναι ανοιχτό στην πόλη και η πόλη ανοιχτή στο σπίτι. Συνεπώς, η αντίληψή μας για τις πόλεις μπορεί να περιγραφεί ως επέκταση του εαυτού μας. Να παρέμβουμε, να ανατάξουμε, να βελτιώσουμε τη ζωή στις περιοχές με πυκνή δόμηση, με μικρές αλλά και μεγάλες αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές προτάσεις.
Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός αποσκοπεί στο να δούμε τις δύσκολες περιοχές της Αθήνας και, αν είναι δυνατό, να υποστηρίξουμε το σχεδιασμό ώστε να αναβιώσουν σε αυτές οι έννοιες της γειτονιάς, του δικαιώματος της ανέμελης χρήσης του περιβάλλοντος, της αισθητικής και χρηστικής αναβάθμισης του λιγοστού δημόσιου χώρου.
Ο διαγωνισμός απευθύνεται, κυρίως, σε νεότερους αρχιτέκτονες στοχεύοντας σε πρωτότυπες και καινοτόμες προτάσεις με βιοκλιματική προσέγγιση και έξυπνες προτάσεις για την οργάνωση του χώρου μέσα από νέες συνήθειες. Οι εφαρμόσιμες προτάσεις πρέπει και επιβάλλεται να μπορούν υλοποιηθούν όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε άλλα αστικά κέντρα με υποβαθμισμένο περιβάλλον και με αντίστοιχα προβλήματα.
Ενδεικτικά και καθόλου περιοριστικά, ο διαγωνισμός μπορεί να ακουμπήσει προβληματισμούς που θα αφορούν αισθητικές και λειτουργικές σχέσεις, ανάκτηση χαμένων χώρων, ενίσχυση της ταυτότητας της πόλης, ανάδειξη της τοπικότητας. Σημαντικό θα είναι να προσεγγισθούν θέματα αστικής οικολογίας που θα οδηγούν σε συμβιωτικό μοντέλο πόλης και φύσης, σε χρήση πράσινων τεχνολογιών και φιλικών υλικών.
Οι διαγωνισμοί είναι πολλαπλώς χρήσιμοι γιατί οι προτάσεις του αρχιτέκτονα οδηγούν σε μετασχηματισμούς, σε ορισμό του τρόπου ζωής, σε εικονογραφήσεις και μορφές, σε νέα τοπόσημα, σε ενεργές ζωντανές προτάσεις. Για τις δύσκολες περιοχές της πόλης, οι προτάσεις του αρχιτέκτονα μπορούν να οδηγήσουν επίσης σε αποδόμηση της κακής ταυτότητας, σε αστική αλληλεγγύη και κοινωνική συνοχή, σε κατάργηση των αόρατων αποκλεισμών, σε προσβασιμότητα και επάρκεια του αστικού εξοπλισμού.
Με τα μάτια του πεζού θα επιδιώξουμε να δούμε την πόλη «αλλιώς», ανθρώπινη, αισιόδοξη, που θα έλκει και δεν θα απωθεί. Η πόλη είμαστε εμείς, η αρχιτεκτονική αποτυπώνει τα ίχνη μας στο χρόνο. Πρέπει, είναι ζωτικό να αγαπήσουμε την πόλη, να θέλουμε να ζήσουμε σε αυτήν, και όχι να συνεχίσουμε το αποκρουστικό σύμπτωμα που φέρει κατήφεια και εκνευρισμό στο άτομο και στη συμπεριφορά του.
| |