Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 

Ομιλία Νίκου Σηφουνάκη στην ετήσια εκδήλωση των Φίλων της Πάρου στις Βρυξέλλες Προβολή της Ταινίας της Λυδίας Καρρά 'Η Φωνή του Αιγαίου'

Τρίτη 30 Μαΐου 2006

Το δομημένο περιβάλλον των οικισμών του Αιγαίου συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο υψηλά δείγματα του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Για αιώνες, με απλά μέσα και υλικά οι κάτοικοι των νησιών, έχοντας ως βασικούς κανόνες την ανθρώπινη κλίμακα, την ηπιότητα και την ταπεινότητα του φυσικού περιβάλλοντος, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια κτιστή κληρονομιά μεγάλης αισθητικής πληρότητας. Η κληρονομιά αυτή, της οποίας η προστασία και η διατήρηση αποτελούσε όχι μόνο πολιτιστικό χρέος αλλά και αναπτυξιακή αναγκαιότητα, κινδύνεψε να πληγεί ανεπανόρθωτα τις τελευταίες δεκαετίες εξ αιτίας κυρίως των σοβαρότατων παρενεργειών μιας ανεξέλεγκτης τουριστικής «ανάπτυξης».

Ήδη από τη δεκαετία του ΄60, οι ολοένα αυξανόμενες τάσεις κυριαρχίας του ανθρώπινου παράγοντα ανέτρεψαν τη θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό και το δομημένο περιβάλλον, που με σοφία είχε δημιουργήσει η παράδοση αιώνων, και σταδιακά οδήγησαν σε φαινόμενα περιβαλλοντικής υποβάθμισης.

Το φαινόμενο αυτό έγινε πιο έντονο κατά την τελευταία 25ετία. Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 και μετά σε πολλά νησιά διακρίνεται η ζοφερή προοπτική, απόρροια της φρενίτιδας που επικράτησε για τουριστική εκμετάλλευση και οικοπεδοποίηση του ευαίσθητου χώρου τους. Η ραγδαία τουριστική ανάπτυξη έφερε πλούτο που επενδύθηκε κατά κύριο λόγο και στην παραγωγή δεύτερης κατοικίας. Το φαινόμενο αυτό συνοδεύτηκε με εκτεταμένη και άναρχη οικοπεδοποίηση και κακής ποιότητας, χωρίς κανόνες, δόμηση.

Φθάνουμε έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν πια ο οικοδομικός οργασμός αρχίζει να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις. Οι λέξεις κτήμα, αμπέλι, χωράφι αντικαταστάθηκαν από τη μαγική λέξη «οικόπεδο». Τότε άρχισε και η επέλαση - επιστροφή των νησιωτών που είχαν εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα ως εσωτερικοί μετανάστες -κυρίως κατά τη δεκαετία του ΄60- καθώς και των επιγόνων τους. Ο ρομαντισμός της επιστροφής στην πατρώα γη από τη μία πλευρά και από την άλλη η ανάγκη επένδυσης του όποιου οικονομικού αποθέματος σε μικρο-τουριστικές επιχειρήσεις - ή ως επί το πλείστον στην παραθεριστική κατοικία εισοδήματος - οδήγησαν στην ολοκληρωτική αλλοίωση και καταστροφή του ευαίσθητου χώρου των τουριστικών νησιών πρώτης γραμμής και πάνω απ’ όλα της γης με υψηλή γεωργική παραγωγικότητα. Τα νησιά που ήταν σημεία αναφοράς για τη σημαντική αρχιτεκτονική και αισθητική αξία των οικισμών τους οδηγήθηκαν στη μονοσήμαντη ανάπτυξη -με επίκέντρο τον τουρισμό- και υπερέβησαν την οικιστική τους ικανότητα. Σήμερα η καταστροφή του τοπίου που επήλθε στα νησιά της πρώτης τουριστικής γραμμής, είναι δύσκολα αναστρέψιμη. Νησιά όπως η Σαντορίνη, η Μύκονος, αλλά και εν μέρει η Πάρος, λόγω του οικοδομικού οργασμού οδηγούνται σε απαξίωση του φυσικού και του ιστορικά δομημένου περιβάλλοντός τους -και δυστυχώς έπονται η Σύρος, η Νάξος κ.ά.- και κατά συνέπεια χρόνο με το χρόνο θα υποβαθμίζονται ως τουριστικοί προορισμοί.

Στη μικροκλίμακα των νησιών η μεγάλη απειλή ονομάζεται παραθεριστική κατοικία, δεδομένου ότι οι ρυθμοί οικοδόμησης είναι τρομακτικοί. Η ελεύθερη γη γύρω και πέρα από τους οικισμούς ή την ιδιαιτέρου κάλλους παράκτια ζώνη, δεν μειώνεται απλώς αλλά ακόμα χειρότερα, εξαφανίζεται. Μόνο κατά το έτος 1999 εκδόθηκαν στο Αιγαίο 10.464 οικοδομικές άδειες, δηλαδή δημιουργήθηκαν 25 περίπου νέα οικιστικά σύνολα που αντιστοιχούν -για να γίνει αυτό αντιληπτό- σε δέκα νέους Δήμους. Στην δεκαετία που πέρασε, οι λιγοστές πεδινές εκτάσεις υψηλής γεωργικής παραγωγικότητας που υπήρχαν οικοπεδοποιήθηκαν και οικοδομήθηκαν κατά κανόνα άναρχα, με τη χρήση δηλαδή μιας επαίσχυντης νομικής και πολιτική εφεύρεσης.

Δυστυχώς η ελληνική πολιτεία δεν κατόρθωσε να επιβάλλει ούτε ανελαστικούς ούτε ελαστικούς χωροταξικούς, πολεοδομικούς ή έστω αρχιτεκτονικούς κανόνες, αφήνοντας, για χρόνια, τα πράγματα στη μοίρα τους και μάλιστα σ’ ένα κράτος όπου οι προληπτικοί και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι ανύπαρκτοι. Στο τέλος της δεκαετίας που διανύουμε, σύμφωνα με τους σημερινούς ρυθμούς οικοδόμησης είναι βέβαιο ότι στα νησιά θα οικοπεδοποιηθεί και θα οικοδομηθεί το σύνολο της ελεύθερης γης τους, όσο έχει σήμερα εναπομείνει .

Δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια για έναν ειλικρινή συμβιβασμό μεταξύ της απληστίας του όποιου εποικιστή παραθεριστή και του ανυπεράσπιστου τοπίου του Αιγαίου. Αυτή η ευκαιρία ενός έντιμου συμβιβασμού χάθηκε. Το νεοελληνικό κράτος πέτυχε το ακατόρθωτο: συμμάχησε με το βιαστή. Είναι όμως πια ανάγκη να βάλουμε το συμφέρον του τόπου πάνω από το εφήμερο μικροσυμφέρον των ολίγων αλλά και των πολλών και να πάρουμε – όσο είναι καιρός – άμεσα μέτρα, που θα αναστρέψουν τις αρνητικές επιπτώσεις που δημιούργησε το υφιστάμενο μοντέλο ανάπτυξης. Αφού συνειδητοποιήσαμε ότι η τουριστική ικανότητα έφθασε, στα πιο ευαίσθητα νησιά, στα ανώτατα όριά της και αφού έχει αποδειχθεί ότι η μονοδιάστατη ανάπτυξη του τουρισμού οδηγεί σε τραγική εξωτερική εξάρτηση των οικονομιών των νησιών, επιβάλλεται πια να γίνει αναστολή της περαιτέρω τουριστικής οικοδόμησης έως ότου ολοκληρωθεί η σύνταξη και η θεσμοθέτηση για το σύνολο του νησιωτικού χώρου -και κατά προέκταση για κάθε νησί- ειδικών χωροταξικών και περιβαλλοντικών μελετών. Θα πρέπει επίσης να προστατευθούν άμεσα οι πεδινοί χώροι των νησιών, να κηρυχθούν αδόμητοι και να επιτρέπεται μόνο η γεωργική εκμετάλλευσή τους.

Στη διάρκεια της τετραετίας 2000-2004 -την τετραετία κατά την οποία είχα την πολιτική του ευθύνη- το Υπουργείο Αιγαίου, με τις δυνατότητες που επέτρεπαν οι συγκεκριμένες αρμοδιότητές του - που δυστυχώς δεν περιλαμβάνουν την χωροθέτηση λειτουργιών και δράσεων - σχεδίασε και εφάρμοσε μια ολοκληρωμένη πολιτική προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς των νησιών. Η προσπάθεια αυτή υπήρξε, δυστυχώς, η μόνη μέχρι σήμερα οργανωμένη παρέμβαση της ελληνικής πολιτείας για την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος στη χώρα μας. Ήταν επίσης μια προσπάθεια πολύ τολμηρή, γιατί ακριβώς ήρθε να καλύψει την καθυστέρηση πολλών δεκαετιών και να αντιμετωπίσει, αν όχι να αλλάξει, τις κατεστημένες πια νοοτροπίες που συνέβαλαν στη διόγκωση του προβλήματος.

Στο πλαίσιο αυτό πήραμε πρωτοβουλίες σε δύο επίπεδα: Το πρώτο αφορούσε τη διασφάλιση υψηλής ποιότητας στις νέες οικοδομικές δραστηριότητες, δηλαδή την παραγωγή νέων κτιρίων ή τις επεμβάσεις σε παλαιά με τρόπο συμβατό με το ιστορικά δομημένο περιβάλλον και με τη μέγιστη προσαρμογή στο τοπίο. Η φιλόδοξη αυτή προσπάθεια είχε ως στόχο όχι τη στείρα μίμηση μορφολογικών στοιχείων αλλά - μέσα από τον εντοπισμό των ιδιαίτερων και διακεκριμένων αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών χαρακτηριστικών κάθε οικισμού ή ομάδας οικισμών - την παραγωγή κτιρίων που θα ακολουθούν το πνεύμα και την ουσία της αρχιτεκτονικής κάθε τόπου.

Στην κατεύθυνση αυτή προσανατολίσαμε το έργο μας στη σύνταξη ενός θεσμικού πλαισίου προστασίας του τοπίου των νησιών, δια μέσου της κήρυξής τους ως ιδιαιτέρου κάλλους, επιβάλλοντας μορφολογικούς όρους αλλά και περιορισμούς δόμησης, με την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων για 27 νησιά, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Στο ίδιο διάστημα εκδόθηκαν ξεχωριστά Προεδρικά Διατάγματα για περισσότερες από 50 οικιστικές ενότητες και άλλα τόσα για μικρούς ή μεγάλους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα οποία βασίστηκαν σε μελέτες που εκπόνησαν Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα όπως το Ε.Μ.Π., το Α.Π.Θ, το Πολυτεχνείο Κρήτης και το Πανεπιστήμιο Πατρών. Επιπροσθέτως σε 185 νησίδες ή βραχονησίδες απαγορεύθηκε οποιαδήποτε οικοδομική δραστηριότητα. Για να εξασφαλίσουμε την ορθή εφαρμογή του θεσμικού αυτού πλαισίου και να καταστεί δυνατή η εποπτεία και ο έλεγχος της δόμησης στις ευαίσθητες περιοχές του Αιγαίου, συγκροτήσαμε Γραφεία Προστασίας του Περιβάλλοντος & της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς στις έδρες των 5 Νομών και των 8 Επαρχείων του Αιγαίου, συνολικά δηλαδή 13 αποκεντρωμένες υπηρεσίες.

Ένα δεύτερο επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών αφορούσε την αποκατάσταση των νησιωτικών τοπίων και των οικισμών του Αιγαίου από τις ασύμβατες ανθρώπινες κατασκευές. Στα νησιά, ιδιαίτερα σε εκείνα που έχουν έντονη τουριστική ανάπτυξη, παρατηρείται μια προσβλητική δυσαρμονία των ανθρωπογενών παρεμβάσεων προς το περιβάλλον, κυρίως από πάσης φύσεως οικοδομήματα της εικοσαετίας 1960-1980. Η κακή αυτή εικόνα προκαλείται κυρίως από μεγάλους όγκους οικοδομών -ιδιαίτερα τουριστικών μονάδων- λόγω της υπερεκμετάλλευσης στη δόμηση ή λόγω της κακής ογκοπλαστικής και λειτουργικής οργάνωσης των κτιρίων τους.

Με νομοσχέδιο που συντάξαμε – το οποίο μετά την ψήφισή του από τη Βουλή των Ελλήνων, το Νοέμβριο του 2003, έγινε πλέον νόμος του κράτους - δρομολογήθηκε η διαδικασία, όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε, της «απόσυρσης κτιρίων» μη συμβατών με την ανθρώπινη κλίμακα και το μέτρο που διακρίνει την αρχιτεκτονική των νησιών του Αιγαίου ανά τους αιώνες. Με το νόμο αυτό, εισάγεται για πρώτη φορά, μία νέα πρακτική προστασίας και ανάδειξης του φυσικού περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας των νησιών σύμφωνα με την οποία κάθε κτίριο ή συστάδα κτιρίων αντιμετωπίζεται μεμονωμένα ως ουσιαστικός παράγοντας διαμόρφωσης του ευρύτερου αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος.

Ο νόμος για την «απόσυρση» ή ταν μια πολιτική πρωτοβουλία πρωτοπόρα και τολμηρή για την Ελληνική πραγματικότητα, μια πρωτοβουλία όμως αναγκαία που μπορεί να βοηθήσει τις τοπικές κοινωνίες να αναβαθμίσουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και να διασφαλίσουν την οικονομική τους βιωσιμότητα. Ήταν, επίσης, απόρροια της βαθιάς πεποίθησης ότι σήμερα πια μπορούμε να αναστρέψουμε την κακή εικόνα -όπου αυτή έχει διαμορφωθεί στο διάβα του χρόνου- και της επίγνωσης ότι αν δεν το πράξουμε τώρα, δύσκολα θα τα καταφέρουμε στο μέλλον. Η πολύ θετική ανταπόκριση που υπήρξε ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι είμαστε πλέον, ως κοινωνία, ώριμοι να επενδύσουμε στην αναβάθμιση της ποιότητας του περιβάλλοντος. Αποδείχτηκε ότι οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες των νησιών μας επιθυμούν την περαιτέρω πρόοδο και ανάπτυξή του τόπου τους, προθυμοποιούμενοι να συμβάλλουν στην αναστροφή των αρνητικών επιπτώσεων που παρουσιάζει η σημερινή κατάσταση σε πολλά νησιά.

Η κατανόηση και η αποδοχή της πολιτικής αυτής από τις τοπικές κοινωνίες, επιβεβαιώνει την παρήγορη διαπίστωση ότι με τον καιρό έγινε συνείδηση στους νησιώτες ότι η διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου τους αποτελεί αναγκαιότητα για τη στήριξη και την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας και προϋπόθεση για ένα καλύτερο αύριο. Η διαπίστωση αυτή με επιτρέπει να ελπίζω ότι η πολιτική του Υπουργείου Αιγαίου, από το 2000 ως το 2004, δεν θα παραμείνει μια μεμονωμένη νησίδα φροντίδας για το δομημένο περιβάλλον μέσα στη θάλασσα της κρατικής αδιαφορίας δεκαετιών. Παρ’ ότι τα μηνύματα της περιόδου που διανύουμε δεν μου επιτρέπουν δυστυχώς να αισιοδοξώ, πιστεύω ωστόσο ότι οι ιστορικές συνθήκες και η συνειδητοποίηση του προβλήματος από τους πολίτες θα συντελέσουν ώστε -αργά ή γρήγορα- αυτή η πολιτική να βρει μιμητές.